Η αρχαιότερη πηγή των παραδόσεων για την Λητώ είναι το έπος της Ιλιάδος. Εκεί βλέπουμε την Λητώ μαζί με τα παιδιά της να είναι μεταξύ των θεών που υπεστήριζαν τους Τρώες ( Ραψωδία Υ, στίχοι 37 – 40 ). Στην ίδια παράταξη με την Λητώ αναφέρεται, από την παραπάνω περικοπή του Ομήρου, και ο θεός Ξάνθος, που είναι θεός του ομωνύμου του ποταμού στην Λυκία της Μικράς Ασίας, ο οποίος εμπλέκεται τόσο στα μυθολογούμενα για την Λητώ όσο και στην λατρεία της.
Ο θεός Ξάνθος είναι Μικρασιάτης θεός και φυσικό είναι να βοηθά τους Τρώες. Αυτό μας κάνει να υποπτευθούμε ότι και η Λητώ που σχετίζεται μαζί τους μυθολογικά (με τον γνωστό μύθο για τους βοσκούς της Λυκίας) αλλά και λατρευτικά (με το Λητώον ιερό στις όχθες του Ξάνθου) πρέπει να είναι θεότητα που λατρευόταν στην Μικρά Ασία από μικρασιατικούς λαούς πριν την γνωρίσουν λατρευτικά οι Έλληνες της περιοχής και μεταφέρουν την λατρεία της στην πέραν του Αιγαίου Ελλάδα.
Σε πολύ όψιμη εποχή ο Aντωνίνος Λιβεράλις ( Μεταμορφώσεων συναγωγή, 35 ) και ο Οβίδιος ( Metamorphoses, Liber VI, 313 – 381 ) διηγούνται ότι η Λητώ μετά την γέννηση των παιδιών της πήγε στην Λυκία, στην περιοχή του ποταμού Ξάνθου, όπου είχε την γνωστή περιπέτεια με κάποιους που δεν την δέχτηκαν καλά και που αυτή τους τιμώρησε. Ο μύθος αυτός μας κάνει να διαβλέπουμε μια απώτατη σχέση της Λητούς με την Λυκία η οποία έχει παραμορφωθεί με τους αιώνες.
Όπως ήδη γνωρίζουμε στην περιοχή του ποταμού Ξάνθου και σε απόσταση δέκα σταδίων από τις εκβολές του υπήρχε το Λητώον, ιερό αφιερωμένο στην θεά Λητώ ( Walter Burkert, Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, σ. 363, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993 ). Μετά το Λητώον και σε απόσταση εξήντα σταδίων ήταν η πόλις των Ξανθίων, η Ξάνθος ( Στράβων, Γεωγραφικά, 14, 3, 6 ). Πολιούχος της Ξάνθου ήταν ο θεός του ποταμού, ο Ξάνθος που είχε συμπαραταχθεί με την Λητώ στο πλευρό των Τρώων κατά τον Τρωικό πόλεμο. Αυτό το Λητώον ήταν το ιερό της ομοσπονδίας των Λυκίων ( Walter Burkert, Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, σ. 363, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993 ) και όπως μαρτυρεί η τρίγλωσση επιγραφή, που βρέθηκε σ’ αυτό, η Λητώ μνημονευόταν ως « Μητέρα αυτού του ιερού » ( Comptes rendus de l’ Académie des Inscriptions et Belles Lettres, 1974, 117.38 και E. Laroche, Bulletin de la Société de Linguistique de Paris, 55, 1960, 183 κ. εξ. ).
Αξιοσημείωτη είναι η ευρύτητα της διάδοσης της λατρείας της Λητούς στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία με επίκεντρο την Καρία.
Σε δυο περιοχές της Καρίας, το Αρτεμίσιο, και την πολίχνη Φύσκο υπήρχαν Λητώα, ιερά αφιερωμένα στην Λητώ ( Στράβων, Γεωγραφικά, 14, 2, 2 και 4 ), πράγμα που μαρτυρεί την σημασία της λατρείας της Λητούς για τους Κάρες.
Αφού, λοιπόν, εντοπίσαμε την λατρεία της Λητούς στα καρικά εδάφη της Μικράς Ασίας, καιρός είναι να εξετάσουμε την παράδοση που θέλει η Άρτεμις και ο Απόλλων να γεννώνται σε διαφορετικές περιοχές. Στο θέμα αυτό αναφέρονται δυο πηγές της αρχαϊκής εποχής, ο Ορφικός Ύμνος 35 ( της Λητούς ) και ο Ομηρικός Ύμνος εις Απόλλωνα ( στ. 14 – 16 ), οι οποίοι μας παρουσιάζουν την Λητώ να γεννά την Αρτέμιδα στο άλσος Ορτυγία ( ήταν αφιερωμένο στην νύμφη Ορτυγία ) παρά τον ποταμό Κέγχριο κοντά στην Έφεσο και τον Απόλλωνα στην Δήλο ( Στράβων, Γεωγραφικά, 14, 1, 20 και 26 - 37 ). Στην Έφεσο υπάρχει το πιο σημαντικό κέντρο λατρείας της Αρτέμιδος υπό την ασιατική μορφή της, η οποία διαφέρει από την ελληνική Αρτέμιδα. Στην Έφεσο η Άρτεμις είναι θεά με καταγωγή και χαρακτήρα εντελώς ασιατικό, λατρευόταν στα ελώδη στόμια του Καΰστρου και επί των γειτονικών ορέων από τους Κάρες και τους Λέλεγες. Η εφεσία Άρτεμις ήταν σεληνιακή θεότητα, όχι παρθένος, αλλά τροφός των πάντων, με ευνούχους και ιερόδουλες στην υπηρεσία της, και με ένα γενικά φανατικό θρησκευτικό χαρακτήρα που βεβαιωνόταν με τον ακρωτηριασμό των ευνούχων που ήταν αφοσιωμένοι στη λατρεία της ( ( P. Decharme καθηγητού της φιλολογικής σχολής του πανεπιστημίου των Παρισίων, Μυθολογία της Αρχαίας Ελλάδος, μετάφρασις υπό Αδ. Ι. Αδαμαντίου καθηγητού του πανεπιστημίου Αθηνών, σελ. 145 ). Η μικρασιάτικη εντοπιότητα της λατρείας μας βεβαιώνει ότι η Άρτεμις που γεννήθηκε από την Λητώ στο άλσος Ορτυγία δεν διαφέρει και πολύ από την Αρτέμιδα που λατρευόταν στην Έφεσο. Θεά τροφός, η οποία απαιτούσε ευνουχισμούς, θεά των ελών του Καΰστρου όπως η μητέρα της ήτο θεάς των ελών του Ξάνθου. Ήταν και οι δύο θεότητες της Ανατολής που ο Ελληνισμός τις έκανε ηπιότερες και τις συνέδεσε με τον δωρικό Απόλλωνα σε κάποια ελληνική περιοχή, ίσως στην Κρήτη, όπου έχουμε εντοπιότητα της λατρείας με το τριπλό χάλκινο άγαλμα της Λητωϊκής Αγίας Τριάδος ( Λητώ – Απόλλων – Άρτεμις ), αλλά και το θαύμα των « Εκδυσίων του Λευκίππου » ( Αντωνίνος Λιβεράλις, Μεταμορφώσεων Συναγωγή, 17 ). Η Δήλος ήρθε αργότερα, όπως ήρθε και η περί Αστερίας – Ορτυγίας – Δήλου παράδοση. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι οι μύθοι των αρχαίων Ελλήνων είναι ότι τα συναξάρια των Χριστιανών, προσπαθούν να περιβάλουν με εντοπιότητα και ιστορική υπόσταση τις διάφορες διδαχές της θρησκείας τους και να τις προσαρμόσουν κατάλληλα προς το συμφέρον του ιερατείου και αυτού που το ελέγχει. Η μικρασιατική Ορτυγία και ο σχετικός με αυτή μύθος για την Λητώ, τα ιερά, η τοπική λατρεία, και η αδελφότητα των Κουρητών, που τελούσε την ιδιότυπη λατρεία για την Λητώ βεβαιώνουν τον ασιατικής μορφής τοπική λατρεία που πηγάζει από τις τοπικές παραδόσεις για την Λητώ ( Στράβων, Γεωγραφικά, 14, 1, 20 ).
Άξια παρατήρησης είναι η ύπαρξη, κοντά στην Έφεσο, κώμης που έφερε το όνομα « Λητούς », δηλαδή κώμη της Λητούς ( Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 1, 31d, δες και § Γ. 11. 2 της παρούσας μελέτης ). Η τοπωνυμική παρουσία της Λητούς στην περιοχή μαρτυρεί εξάπλωση της λατρείας της και ενσωμάτωσης της στα τοπικά λαϊκά στρώματα, κάτι ανάλογο με τα σημερινά τοπωνυμία, Άνω Παναγιά, Κάτω Παναγιά, Παλαιοπαναγιά κλπ.
Εξετάζοντας παραπάνω την ετυμολογία του ονόματος « Λητώ » βλέπουμε ότι ο Hofmann ( J. B Hofmann, Ετυμολογικόν Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 214, Αθήναι 1989 ) και ο Μπαμπινιώτης ( Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, σελίδα 1013 – 1014, Κέντρο λεξικολογίας, Αθήνα 1998 ) θεωρούν αυτό δεν είναι ελληνικής προέλευσης και ότι ίσως έχει κοινή ετυμολογία με το λυδικό Lada που σημαίνει «γυναίκα, σύζυγος».
Έχοντας υπ’ όψη μας την παραπάνω ετυμολογική εκτίμηση των δύο διακεκριμένων ειδικών, αλλά και όλα τα μυθολογικά και αρχαιολογικά στοιχεία που ήδη παραθέσαμε, είναι πλέον φανερό ότι η λατρεία της Λητούς παραλήφθηκε από τους Έλληνες της αρχαϊκής εποχής από την νοτιοδυτική Μικρά Ασία και από εκεί διαδόθηκε σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, αφού υπέστη την αναγκαία ελληνοποίηση και προσέλαβε εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα την έκαναν προσιτή από την ελληνική θρησκευτική συνείδηση και την ιδιοσυστασία της ελληνικής λαϊκής μαζοψυχής.
Πριν κλείσουμε την παρούσα μελέτη θεωρούμε απαραίτητο να θέσουμε δύο ερωτήματα θρησκειολογικής φύσης.
Το πρώτο ερώτημα έχει να κάνει με την πιθανή διάδοση της λατρείας της ελληνοαιγυπτιακής θεάς Βουτούς ( Ηροδότου, Β’ Ευτέρπη, 155 και 156 ) προς τον αφρικανικό νότο και την μετατροπή της στην λατρεία των αφρικανικής καταγωγής κατοίκων της Νοτίου Αμερικής, της γνωστής υπό τον όρο «Βουντού».
Υπάρχει θρησκειολογική σχέση μεταξύ λατρείας της Λητούς – Βουτούς με την λατρεία του Βουντού;
Κατά την στιγμή αυτή είναι αδύνατη η απάντηση λόγω έλλειψης στοιχείων. Ίσως σε κάποια μελλοντική έρευνα να καταστεί δυνατή μια απάντηση. Πάντως ως ερώτημα και μόνο είναι πολύ ενδιαφέρον.
Το δεύτερο ερώτημα αφορά τον προσδιορισμό του τόπου της γέννησης του μύθου και της λατρείας της Λητούς:
Είδαμε από τα παραπάνω ότι η θεά Λητώ είναι η προσωποποίηση της Νύχτας. Είδαμε, ακόμη, ότι παραλήφθηκε από τους Έλληνες της αρχαϊκής εποχής από την νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Είναι άραγε αυτή η περιοχή ο τόπος της γέννησης του μύθου και της λατρείας της Λητούς ή μόνο ένας ενδιάμεσος σταθμός;
Στο ερώτημα αυτό υπάρχει μία ένδειξη που μας οδηγεί να δεχτούμε ότι η νοτιοδυτική Μικρά Ασία είναι μόνο ένας ενδιάμεσος σταθμός και ότι ο τόπος της αρχικής προέλευσης της θεότητας που οι Έλληνες λάτρεψαν με το όνομα Λητώ, προσαρμόζοντας την στα δικά τους ανθρωπιστικά μέτρα, είναι η μείζων περιοχή των Σημιτικών λαών. Δεν είναι άσχετο το ότι η στυγνή και αιμοβόρος θεά των Σημιτών που προσωποποιεί την Νύχτα ακούει στο όνομα Λιλίθ, που προέρχεται από το εβραϊκό «λιλά» που σημαίνει νύχτα. Ακόμη, υπάρχουν μεταγενέστερες εβραϊκές παραδόσεις που προσδιορίζουν κάποια κακοπροαίρετη νυκτερινή υπερφυσική οντότητα με τον χαρακτηρισμό «Λίλιν» ( Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν « Ηλίου », τόμος ΙΓ’, σελ. 393 ).
Το να αποδείξουμε μια τέτοια σχέση δεν είναι της παρούσας μελέτης θέμα. Ίσως στο μέλλον να αποτελέσει αυτός ο προβληματισμός την διενέργεια μιας νέας έρευνας που σκοπό θα έχει την εξέταση της πιθανής σχέσης Λητούς και Λιλίθ. Ένα είναι όμως το βέβαιο:
Ο εξανθρωπισμός της σημιτικής αιμοδιψούς Λιλίθ και η εξέλιξη της στην σεμνή, γλυκιά, μεγάθυμη, πολυλατρεμένη Λητώ ( Ορφικός Ύμνος 35, Λητούς ) είναι αποκλειστικά έργο του παναγιωτάτου και θεουργού Ελληνικού Πνεύματος που εξημερώνει και εξανθρωπίζει τα πάντα, παντού και πάντοτε εις τους αιώνας των αιώνων.