Ετικέτες

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

Η ετυμολογία του ονόματος Λητώ.

Υπό Γεωργίου - Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.

Από την κλασική αρχαιότητα και μετά επιχειρήθηκε να διερευνηθεί ετυμολογικά το όνομα της Λητούς. Ο Πλάτων στον Κρατύλο ( 406d ) μας λέει ότι το όνομα Λητώ πηγάζει από την πραότητα της θεάς, επειδή είναι πρόθυμη να εκπληρώσει οτιδήποτε της ζητήσουν . Μάλιστα πολλοί ξένοι την αποκαλούν Ληθώ. Φαίνεται δε ότι κλήθηκε ‘’ Ληθώ ‘’, από όσους έτσι την ονομάζουν, για το μη τραχύ του ήθους αλλά και το ήμερο και λείο( του χαρακτήρα της ):
Λητὼ δὲ ἀπὸ τῆς πρᾳότητος τῆς θεοῦ, κατὰ τὸ ἐθελήμονα εἶναι ὧν ἄν τις δέηται. ἴσως δὲ ὡς οἱ ξένοι καλοῦσιν-- πολλοὶ γὰρ «Ληθὼ» καλοῦσιν--ἔοικεν οὖν πρὸς τὸ μὴ τραχὺ τοῦ ἤθους ἀλλ' ἥμερόν τε καὶ λεῖον «Ληθὼ» [406b] κεκλῆσθαι ὑπὸ τῶν τοῦτο καλούντων.
Αυτή η πλατωνική εξήγηση για το όνομα της Λητούς είναι εσφαλμένη ετυμολογικά γιατί ερμηνεύει την προέλευση του ονόματος της θεάς με το ομόηχο των ριζών του κυρίου ονόματος «Ληθώ» και του επιθέτου «λείος». Είναι μια παρετυμολογία, όπως χαρακτηρίζεται η εσφαλμένη ετυμολογία μιας λέξης που ερμηνεύεται σύμφωνα με την προσωπική αντίληψη κάποιου. Εδώ ο Πλάτων, που αποδίδει την ερμηνεία αυτή στο Σωκράτη, παρετυμολογεί το όνομα «Λητώ» επειδή το συνδέει ετυμολογικά με το επίθετο «λείος». Φθάνει να παρατηρήσουμε ότι η «Λητώ» γράφεται με «η» και το «λείος» με «ει» για να αντιληφθούμε το λάθος της πλατωνικής ερμηνείας, της οποίας η αναφορά εδώ έγινε για λόγους ιστορικούς και μόνο. Θα μπορούσε ο μεγάλος φιλόσοφος να επικαλεστεί ως λύση στο πρόβλημα της ετυμολογίας της Λητούς το ρήμα «λανθάνω» ή «λήθω» ( από το οποίο σχηματίζονται οι υπόλοιποι χρόνοι, λήσω μέλλων, δωρική μορφή μέλλοντος λασώ με το α μακρό, αόριστος β’ έλαθον με το α βραχύ, παρακείμενος λέληθα και υπερσυντέλικος ελελήθην ). Το λανθάνω και λήθω ( ο ενεστώς είναι λήθω και συναντάται σπάνια ) σημαίνει διαφεύγω την προσοχή κάποιου, είμαι άγνωστος, παραμένω αθέατος. Ετυμολογικά από το λανθάνω και λήθω προέρχεται ο λαθρός, λάθριος, λαθραίος, αλλά και η λήθη, που ο δωρικός της τύπος κάνει λάθα με τα δύο α μακρά. Από το λανθάνω και λήθω προέρχεται και ο αληθής που ο δωρικός του τύπος είναι αλαθής με το α μακρό. Το ρήμα λήθω, το οποίο είναι αρχαιότερος τύπος του λανθάνω, ίσως να προέρχεται από έναν υποθετικό ιαπετικό τύπο ( η ύπαρξη του δεν μαρτυρείται από κάποιο κείμενο ) lā-dh ή lə-dh ή, πιθανώς, και lā(i)-dh ή ləi-dh ( να γίνει σύγκριση του λαίθαργος με το λήθαργος και στον Ησύχιο:
ακόμη, να γίνει σύγκριση με το λατινικό ρήμα lateo = λανθάνω, το ιαπετικό lā(i) = είμαι κρυμμένος και το παλαιοσλαυικό lajati = ενεδρεύω. Από αυτά συνεπάγεται ότι το όνομα Λητώ προέρχεται από το σανσκριτικό rātri = νύχτα ( Ιωαννης Σταματάκος, Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, σελ. 568 – 569, Βιβλιοπρομηθευτική, Αθήνα 1994 ). Μολονότι ερμηνεία του Σταματάκου είναι και αυτή λανθασμένη, για λόγους που θα δούμε στη συνέχεια, ο γράφων την θεωρεί πολύ σοβαρότερη από την πλατωνική ερμηνεία. Θα μπορούσε ο μέγας Πλάτων να είναι σοβαρότερος ή να μην καταπιάνεται με τέτοιου είδους επιστημονικά θέματα. Καλός ο θείος Πλάτων για φιλοσοφικά και ηθικά θέματα, αλλά στον επιστημονικό τομέα είναι απλά δοκησίσοφος.
Την ίδια περίπου θέση με τον Σταματάκο έχει και ο Δορμπαράκης, ο οποίος δέχεται ως πιθανή την συγγένεια του ονόματος «Λητώ» με τα ρήματα «λανθάνω» και «λήθω» και του λατινικού «lateo» ( Π. Χ. Δορμπαράκη, Επίτομον λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, σελίδα 487, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι. Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε., έκδοση έβδομη, Αθήνα 1995).
Η σωστή λύση στο πρόβλημα δίνεται από τον Hofmann και τον Μπαμπινιώτη.
Κατά τον Hofmann το όνομα «Λητώ» και λατινικά «Latona» είναι λέξη που προέρχεται από ξένη προς την ελληνική γλώσσα, η οποία πρέπει να παραβληθεί ( να συγκριθεί ) με την λέξη lada που προέρχεται από την Λυκία ( J. B Hofmann, Ετυμολογικόν Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 214, Αθήναι 1989 ).
Ο Γ. Μπαμπινιώτης θεωρεί ότι το όνομα «Λητώ» είναι αβέβαιης ετυμολογίας, αλλά δέχεται πως εφόσον η Λητώ ήταν μητέρα – θεά που προερχόταν από την Μικρά Ασία, ίσως έχει κοινή ετυμολογική προέλευση με την Λήδα, δηλαδή από το λυδικό lada «γυναίκα, σύζυγος». Οι αρχαίοι θεωρούσαν την Λητώ θεά της νύχτας και συνέδεαν – παρετυμολογικώς – το όνομά της με το ρήμα λανθάνω ( Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, σελίδα 1013 – 1014, Κέντρο λεξικολογίας, Αθήνα 1998 ).
Ο γράφων πιστεύει ότι η σωστή ετυμολογία του ονόματος της Λητούς θα ευρεθεί μόνο αν εντοπιστεί η περιοχή που γεννήθηκε η λατρείας της θεάς. Η Λυκία είναι ένας ενδιάμεσος σταθμός της λητωικής λατρείας, αλλά δεν είναι η πηγή της.
Η πηγή αυτή θα προσδιοριστεί στο επόμενο άρθρο.