Ετικέτες

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

Ευρυκλής Λαχάρους Λακεδαιμόνιος ( 63 πΧ. – 14 μΧ. ).

Υπό Γεωργίου - Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.

Μετά τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Οκταβιανού και του Αντωνίου, του οποίου η καθοριστική αναμέτρηση υπήρξε η ναυμαχία του Ακτίου ( 12 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ. ), ο νικητής Οκταβιανός υπήρξε μεγαλόψυχος με εκείνες τις πόλεις που με επικεφαλής την Αθήνα είχαν ταχθεί στο πλευρό του Αντωνίου, υπήρξε όμως και πλέον ευνοϊκός για εκείνες τις πόλεις, που με επικεφαλής τη Σπάρτη, είχανε συμπαραταχθεί μαζί του στον αγώνα κατά του Αντωνίου.


Ειδικά στην Σπάρτη, η οποία είχε φιλοξενήσει και την σύζυγό του Λιβία πριν τον γάμο τους, όταν το 40 π.Χ. είχε καταφύγει εκεί λόγω των εμφυλίων συγκρούσεων στην Ιταλία, ο Οκταβιανός επεφύλαξε τιμές και ανταμοιβές μεγάλες. Παραχώρησε στην δικαιοδοσία τον Σπαρτιατών το νησί των Κυθήρων, την Καρδαμύλη, τις Φαρές και την Θουρία, όλες πόλεις μεσσηνιακές ( Δίων Κάσσιος, βιβλ. 54, 7, στην Roman History, vol. VI, p. 299, εκδ. Loeb, London 1917 ). Ανέθεσε στους Λακεδαιμονίους την προεδρία των Ακτείων, αγώνων που είχε θεσπίσει σε ανάμνηση της νίκης στο Άκτιο και που ελάμβαναν χώρα ανά πενταετία ( πεντετηρικοί αγώνες ) (Βίκτωρος Δουρουύ, Ακαδημαϊκού, Ιστορία των Ρωμαίων, σ. 602 - 603, εκδ. Παρασκήνιον, Αθήνα Ιούνιος 2000 ). Τέλος, το 21 π.Χ. επισκέφτηκε ο Οκταβιανός την Σπάρτη και παρακάθισε στα συσσίτια αυτής (Σπ. Λάμπρου, Ιστορία της Ελλάδος, τόμος Γ', σελ. 90 -91, εκδ. Δημιουργία, Αθήνα 1998 και Σαράντης Ι. Καργάκος, Ιστορία της Σπάρτης, τόμος Β', σελ. 714, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2006).

Τα συσσίτια ήταν κοινά γεύματα που κατ' ουσία αποτελούσαν συνεστιάσεις στρατοπέδου, ένας θεσμός πολιτικοστρατιωτικός ο οποίος στόχευε στην τόνωση των δεσμών μεταξύ των Λακώνων. Τα κοινά γεύματα, που τα είχε θεσπίσει ο αρχαίος Σπαρτιάτης νομοθέτης Λυκούργος, επιβάρυναν έκαστο των πολιτών, στη δωρική δε διάλεκτο ονομάζονταν «φιδίτια» ή «ανδρεία» διότι απευθύνονταν αποκλειστικά στον ελεύθερο άρρενα πληθυσμό. Τα συσσίτια διεξάγονταν με την προσφορά του «μέλανος ζωμού», η δε συμμετοχή τους σ' αυτά ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την απονομή σε έναν Λάκωνα πολιτικών δικαιωμάτων ( Εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου, λήμμα Λυκούργος ).

Η Ελλάς μετά τους τρεις ρωμαϊκούς εμφυλίους πολέμους, ήτοι του Καίσαρος κατά του Πομπηΐου, των Βρούτου και Κασσίου κατά Οκταβιανού και Αντωνίου και, τέλος, του Οκταβιανού κατά του Αντωνίου, έπαθε μεγάλες καταστροφές, οι οποίες όμως επουλώθηκαν κατά την μακρόχρονη ειρηνική περίοδο που ακολούθησε.

Η Ελλάς έγινε επαρχία του ρωμαϊκού κράτους, την οποία διοικούσε ένας ανθύπατος με έδρα την Κόρινθο. Η θητεία του ανθυπάτου αυτού ήταν ετήσια, αλλά στην δικαιοδοσία του δεν υπαγόταν όλη η Ελλάς γιατί πολλές πόλεις και περιοχές της εξακολουθούσαν να θεωρούνται από το ρωμαϊκό κράτος ελεύθερες και σύμμαχοι.

Έτσι η Αθήνα, η Σπάρτη, το κοινό τον Ελευθερολακώνων, το Άργος, η Ελάτεια, οι Αβές ( αι Αβαί ), οι Θεσπιές, ή Τανάγρα, η Αιτωλία, η Ακαρνανία και η Θεσσαλία διατήρησαν την αυτονομία τους ως σύμμαχοι του ρωμαϊκού κράτους. Στην δικαιοδοσία του ανθυπάτου που είχε έδρα την Κόρινθο υπαγόντουσαν η Αχαϊκή συμπολιτεία, η Βοιωτία και η Φωκίδα.

Ειδικά η Αθήνα διατήρησε επί αιώνες, μέχρι του μεγάλου Κωνσταντίνου και των πρώτων διαδόχων του, το αρχαίο πολίτευμα της. Επί του Αυγούστου και των διαδόχων του προσαγορευόταν ως ελεύθερα και σύμμαχος πολιτεία ( civitas libera et foederata ) και απολάμβανε όλων των δικαιωμάτων του ελεύθερου συμμάχου κράτους. Επί του αυτοκράτορα Τιβέριου ( 14 - 37 μ.Χ. ) ο Γερμανικός, θετός εγγονός του Αυγούστου, διερχόμενος από την Αθήνα ως ο Ρωμαίος στρατηγός, είχε προ αυτού έναν μόνο ραβδούχο ( lictorem, lictor στην ονομαστική ) προπορευόμενο γιατί δεν επιτρεπόταν σε ελεύθερη πόλη να έχει περισσότερους ( Tacit. Annales II, 53 , στον Τacitus, vol. III, εκδ. Loeb, London 1931 ).

Στην δικαιοδοσία του Ρωμαίου ανθυπάτου υπαγόταν μόνο η Αχαϊκή συμπολιτεία, η Βοιωτία και η Φωκίδα. Γι αυτό τον λόγο η επαρχία έφερε το όνομα Αχαΐα και όχι Ελλάς.

Βέβαια οι ελεύθερες και αυτόνομες εκείνες πόλεις και περιοχές δεν διέφευγαν τον έλεγχο του ρωμαϊκού κράτους, αλλά η ελευθερία και η αυτονομία τους είχαν τα όρια τους και οι αυτοκράτορες της Ρώμης, είτε άμεσα είτε διά του ανθυπάτου της Κορίνθου, επενέβαιναν πολλές φορές στα εσωτερικά των πόλεων και των χωρών εκείνων. Αλλά οι πόλεις αυτές ήταν απαλλαγμένες από φόρους, δεν κατεχόντουσαν από τα ρωμαϊκά στρατεύματα και η διακυβέρνηση της καθεμιάς γινόταν σύμφωνα με τους πατροπαράδοτους νόμους και θεσμούς τους.

Έτσι στις περιοχές αυτές αναπτύχθηκε μια ειδικού τύπου ανεξαρτησία η οποία τις βοήθησε να διατηρήσουν τον εθνικό τους χαρακτήρα. Στις περιοχές αυτές αναδείχθηκαν Έλληνες άρχοντες, φίλοι των Ρωμαίων, οι οποίοι πολλές φορές χρησιμοποιήθηκαν στα ανώτατα αξιώματα της κεντρικής ο ρωμαϊκής εξουσίας και άλλες φορές τους ανατέθηκε από τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες κάποια αποστολή σε μια άλλη χώρα που ήταν κάτω από την κυριαρχία της Ρώμης (Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους , βιβλίον όγδοον, σελ. 28 – 29 και 31 - 33, εκδ. ΣΤ', Αθήναι 1932).

Χαρακτηριστικός τύπος ενός τέτοιου Έλληνα άρχοντα φίλου των Ρωμαίων είναι ο Σπαρτιάτης Ευρυκλής ο γιος του Λαχάρους, τον οποίον ο φίλος του αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος έκανε ηγεμόνα των Λακεδαιμονίων.

Ο Λάχαρης, ο οποίος θεωρούσε γενάρχες της οικογένειας του τους Διοσκούρους, είχε καταδικαστεί από τον Αντώνιο σε θάνατο για ληστρικές επιδρομές που διέπραξε σε βάρος των κατοίκων περιοχών πλησίον της Σπάρτης. Και ίσως οι πράξεις αυτές για τους Σπαρτιάτες να θεωρούντο σύμφωνες με τον πατροπαράδοτο σπαρτιατικό νόμο και ίσως ακόμη να θεωρούντο μία μορφή μεσσηνιακού πολέμου , αλλά για τον Ρωμαίο Αντώνιο ήταν πράξεις εγκληματικές κι έτσι ο Λάχαρης, που τις διέπραξε, καταδικάστηκε σε θάνατο διά πελεκισμού.

Μετά λίγο καιρό από τα γεγονότα αυτά άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του Αντωνίου και του Οκταβιανού, στον οποίο οι Σπαρτιάτες πολέμησαν στο πλευρό του Οκταβιανού ( Παπαρρηγόπουλος ενθ. ανωτ. και Σπ. Λάμπρος ενθ. ανωτ. και Σαράντης Ι. Καργάκος, Ιστορία της Σπάρτης, τόμος Β', σελ. 712 - 713, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2006 ). Κατά τη ναυμαχία του Ακτίου ο Ευρυκλής πολέμησε με μεγάλη γενναιότητα επιθυμώντας να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του. Όταν σε κάποια φάση της ναυμαχίας η Κλεοπάτρα έφυγε με τα εξήντα πλοία της και έγινε αντιληπτή από τον Αντώνιο, εκείνος την ακολούθησε και ανέβηκε μάλιστα στην ναυαρχίδα της την «Αντωνία». Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκαν πλοία από τον στόλο του Οκταβιανου και άρχισαν να καταδιώκουν τους φυγάδες τον. Ένα από αυτά ήταν και το πλοίο του Ευρυκλή, το οποίο διακρίθηκε για την επιμονή με την οποίαν καταδίωκε τον Αντώνιο. Ο Ευρυκλής πλήρης πολεμικής μανίας έσειε με ανυπομονησία την λόγχη του και κοιτούσε προς την κατεύθυνση της ναυαρχίδας του Αντωνίου έτοιμος, μόλις θα πλησίαζε σε αποστολή βολής, να τον χτυπήσει εκτοξεύοντας τη λόγχη εναντίον του. Ήταν τόσο μεγάλη η επιμονή του Ευρυκλή στο να καταδιώκει το πλοίο του Αντωνίου, ώστε ο τελευταίος με αγανάκτηση κραύγασε απευθυνόμενος προς τον διώκτη του:

- Τις ο διώκων Αντώνιον;

Για να λάβει ευθύς αμέσως την απάντηση:

- Ευρυκλής ο Λαχάρους, τη του Καίσαρος τύχη τον του πατρός εκδικών θάνατον.

Τελικά όμως δεν κατόρθωσε ο Ευρυκλής να πλήξει τη ναυαρχίδα, αλλά κυρίευσε το δεύτερο μετά τη ναυαρχίδα διοικητικό πλοίο, το οποίο λαφυραγώγησε καθώς και άλλο ένα πλοίο, εντός του οποίου βρισκόντουσαν πολυτελή σκεύη και πράγματα μεγάλης αξίας ( Πλουτάρχου, Αντώνιος, § § 66 & 67, στους Parallel Lives, vol. IX, pp. 289 – 291, εκδ. Loeb, London 1920 ).

Την ιστορία αυτή την διηγήθηκε στον Πλούταρχο ο απόγονος του Ευρυκλή συγκλητικός Julius Eurycles Herculanus και στον οποίο ο Πλούταρχος πιθανότατα αφιέρωσε το έργο του «Περί του εαυτόν επαινείν ανεπιφθόνως» ( Πλουτάρχου Αντώνιος, § 67, υποσημείωση 312 – σχόλιο σελ. 571, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2006 ).

Μετά την περίλαμπρη νίκη ο Οκταβιανός αντάμειψε τον Ευρυκλή δίνοντας του τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτη και εντάσσοντας τον στην Φαβία φυλή της Ρώμης με το όνομα Γάιος Ιούλιος Ευρυκλής προς τιμήν του Ιουλίου Καίσαρος (Σωκράτης Β. Κουγέας, Γάιος Ιούλιος Ευρυκλής, στο αφιέρωμα Λακωνία, σελ. 31, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 1998).

Ακόμη , ο Ευρυκλής έλαβε ως δώρο την νήσο Κύθηρα ως προσωπική του περιουσία και τον τίτλο του ηγεμόνα των Λακεδαιμονίων. Ποιο ήταν το έργο του ως ηγεμόνα δεν γνωρίζουμε. Η Σπάρτη διατηρούσε κατά την εποχή εκείνη, αλλά και αργότερα, τους περισσότερους από τους αρχαίους θεσμούς της, ήτοι την εκκλησία του δήμου, την γερουσία, τους νομοφύλακες και τα λοιπά. Μόνον ο βασιλείς συνεχώς δεν αναφέρονται, αλλά απλώς εκ διαλειμμάτων. Όποτε μας επιτρέπεται να φανταστούμε ότι το αξίωμα που δόθηκε από τον Οκταβιανό στον Ευρυκλή ήταν η βασιλεία ( Παπαρρηγόπουλος ενθ. ανωτ. και Σπ. Λάμπρος ενθ. ανωτ. και Σ. Καργάκος, σ. 715 ). Σχετικά με τα Κύθηρα ο Στράβων μας δίνει την πληροφορία ότι ο Ευρυκλής από μόνος του τα κατέλαβε ως προσωπική του περιουσία( Στράβωνος Γεωγραφικά, βιβλίο 8, κεφ.5, § 1 στην Strabo Geography, vol. IV, p. 127, εκδ. Loeb, London 1937 ). Εδώ πρέπει να λάβουμε υπ όψη μας ότι ο Στράβων είναι σύγχρονος με τα γεγονότα ( 65 π.Χ. – 23 μ.Χ. ) και γι αυτό πρέπει να θεωρήσουμε ότι η πληροφορία είναι ακριβής.

Αλλά σε ένα άνθρωπο σαν τον Ευρυκλή θα είχε πολύ μικρή αξία η τιμή που του έγινε και τα όσα απέκτησε . H Σπάρτη ήταν πολύ μικρή γι αυτόν, είχε χάσει την παλιά της αίγλη και η στρατιωτική της δυνατότητα ήταν μηδαμινή. Έτσι ο Ευρυκλής αποφάσισε να ζητήσει αλλού την τύχη του και γι αυτό ταξίδεψε στην Ιουδαία, όπου παρέμεινε φιλοξενούμενος του Ηρώδη από το 10 ως το 9 π.Χ. ( Ήλιος, λήμμα Ευρυκλής ). Δεν είναι παράξενο το ότι ένας Σπαρτιάτης ηγεμών αποφάσισε να μεταβεί στην γη του Ιορδάνη παρά σε κάποιο άλλο μέρος, γιατί από πολύ καιρό οι Έλληνες διατηρούσαν άκρως φιλικές σχέσεις με τους Ιουδαίους. Το 144 π.Χ. οι Σπαρτιάτες συνομολόγησαν συνθήκη φιλίας με τους Ιουδαίους και το 136 π.Χ. απέστειλαν συγχαρητήριες επιστολές προς τον τότε αρχιερέα Σίμωνα. Το 126 π.Χ., επί άρχοντος Αγαθοκλέους, έφτασε στην Αθήνα η πρεσβεία του αρχιερέα και εθνάρχου των Εβραίων Ιωάννου Υρκανού, και ο Δήμος των Αθηναίων εξέδωσε ψήφισμα προς τιμήν του ηγεμόνα εκείνου ( Παπαρρηγόπουλος ενθ. ανωτ. ). Η πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην Ιουδαία την εποχή της επίσκεψης του Ευρυκλέους ήταν εξαιρετικά ωφέλιμη για έναν άτομο πανούργο όπως αυτός. Στην Ιουδαία κατά την εποχή εκείνη και βασίλευε ο Ηρώδης, τον οποίο είχαν βρει πολλές οικογενειακές συμφορές και ιδίως από την αντιζηλία των γιων του, του πρωτοτόκου Αντιπάτρου από την μια μεριά και των Αριστόβουλο και Αλέξανδρό από την άλλη. Τον Αντίπατρο τον είχε αποκτήσει ο Ηρώδης από την πρώτη σύζυγό του Δωρίδα (Δωρίς, Doris) και τους Αριστόβουλο και Αλέξανδρό τους είχε αποκτήσει από την δεύτερη σύζυγο του Μαριάμνη την Α'.

Η Μαριάμνη ήταν εγγονή του Ασμοναίου ηγεμόνα της Σαμάρειας Υρκανού του β'. Ο Ηρώδης είχε λάβει δύο συζυγούς με το όνομα Μαριάμνη από τις συνολικά δέκα συζύγους του, από τις οποίες απέκτησε δέκα γιούς και πέντε θυγατέρες ( Ήλιος, λήμμα Ηρώδης ).

Η δεύτερη Μαριάμνη έγινε σύζυγός του το 23 π.Χ. και έμεινε στην ιστορία με το παρωνύμιο «αρχιερατική» γιατί ο Ηρώδης αναγόρευσε τον ιερέα πατέρα της Βοήθο σε αρχιερέα προκειμένου να την ευχαριστήσει ( Σάββα Χ. Αγουρίδη, Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, σ. 267, εκδόσεις Πουρνάρα , Δ' έκδοση, Θεσσαλονίκη 1985 ). Την εποχή που λαμβάνουν χώρα στην αυλή του Ηρώδη αυτές οι οικογενειακές συμφορές έφθασε ο Ευρυκλής στα Ιεροσόλυμα και ευρισκόμενος στο μέσον των οικογενειακών ερίδων και τον ραδιουργιών αναμίχθηκε σε αυτές, σαν φίλος και σύμβουλος πότε του ενός και πότε του άλλου εκ των γιών του Ηρώδη. Υπ όψιν ότι τον Ευρυκλή ο Ηρώδης ο Μέγας τον γνώρισε το 12 π.Χ. όταν επισκέφτηκε την Ολυμπία ως αγωνοθέτης και έτσι έγιναν φίλοι (Σωκράτης Β. Κουγέας, Γάιος Ιούλιος Ευρυκλής, στο αφιέρωμα Λακωνία, σελ. 32, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 1998).

Για τις '' καλές '' υπηρεσίες του έλαβε τεράστια χρηματικά ποσά ως δώρα τόσο από τον πατέρα βασιλιά Ηρώδη όσο και από τoν πρωτότοκο γιο του Αντίπατρο.

Ακόμη, ο Ευρυκλής υπήρξε σύμβουλος του ενός εκ των δύο γιων του Ηρώδη από την Μαριάμνη Α’ του Αλεξάνδρου, ο οποίος είχε λάβει σύζυγο την θυγατέρα του βασιλιά της Καππαδοκίας Αρχελάου Γλαφύρα.

Η Γλαφύρα μετά την εκτέλεση του συζύγου της και τον θάνατο του Ηρώδη παντρεύτηκε τον ανδράδελφό της ( κουνιάδο της ) και διάδοχο του θρόνου Αρχέλαο, μετά τον θάνατο του οποίου έλαβε σε τρίτο γάμο τον βασιλιά της Νουμιδίας Ιόβα τον β' ( Ήλιος, λήμματα: Αριστόβουλος, Αρχέλαος, Γλαφύρα ). Ο βασιλιάς της Καππαδοκίας Αρχέλαος φιλοδώρησε και αυτός με πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό τον Ευρυκλή . Η διαμάχη στην οικογένεια του Ηρώδη έληξε με την θανάτωση και των δύο γιών του Αλεξάνδρου και Αριστιβούλου, για την οποία δεν ήταν άμοιρος πάσης ευθύνης ο Ευρυκλής.

Η έρις αυτή στην οικογένεια του Ηρώδη ξεκίνησε όταν επέστρεψαν από την Ρώμη, που είχαν πάει για σπουδές φιλοξενούμενα από τον Οκταβιανό ( κατοικούσαν στο σπίτι του ), τα δυο παιδιά του Ηρώδη Αλέξανδρος και Αριστόβουλος και έγιναν με ενθουσιασμό δεκτά από τον λαό που στέναζε κάτω από την τυραννία του όχι Ιουδαίου, αλλά Ιδουμαίου βασιλιά Ηρώδη, εγκάθετου των Ρωμαίων και φιλέλληνα, κατά τον Ιώσηπο, που γράφει γι’ αυτόν ότι: «Έλλησι πλέον ή Ιουδαίοις οικείως είχεν» ( Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΧΙV, 7, 13).

Αυτά τα δύο παιδιά ο Ηρώδης τα είχε από την δεύτερη σύζυγό του Μαριάμμη Α’ ( ο Ηρώδης έλαβε και άλλη σύζυγο με το όνομα Μαριάμνη ), την κόρη του Αλεξάνδρου Ασμοναίου και της Αλεξάνδρας της κόρης του Υρκανού Β’ ηγεμόνα της Σαμάρειας. Οι γονείς της Μαριάμνης Α’ ήταν εξαδέλφια μεταξύ τους και ανήκαν στην βασιλική και αρχιερατική οικογένεια των Μακκαβαίων. Την Μαριάμνη, που ήταν εκπάγλου καλλονής, την πάντρεψε ο παππούς της Υρκανός Β’ ηγεμών της Σαμάρειας με τον Ηρώδη για να τον ανταμείψει επειδή τον βοήθησε να νικήσει τον επαναστάτη Αντίγονο Ασμοναίο. Την Μαριάμνη ο Ηρώδης την αγαπούσε πολύ, αλλά στο τέλος την θανάτωσε μετά από συκοφαντίες της μητέρας του Κύπριδος ( Κύπρις στην ονομαστική ) και της αδελφής του Σαλώμης ότι δήθεν η Μαριάμνη σχεδίαζε να τον δηλητηριάσει. Όταν φονεύθηκε η Μαριάμνη το 29 π.Χ. ο γιος της Αριστόβουλος ήταν τριών ετών.

Η έριδα στην οικογένεια του Ηρώδη άρχισε όταν ο γιος του Αλέξανδρος πρόβαλε την αξίωση να γίνει διάδοχος του πατέρα του στον θρόνο, ως καταγόμενος από την μεριά της μητέρας του από τον ένδοξο Ιουδαϊκό οίκο των Μακκαβαίων και για τον λόγο αυτό υπερείχε από όλη την υπόλοιπη οικογένεια του Ηρώδη που ήταν Ιδουμαίοι και επομένως μη γνήσιοι Εβραίοι.

Η θεία των παιδιών και αδελφή του Ηρώδη Σαλώμη, αυτή που ήταν υπαίτια και για τον θάνατο της μητέρας τους Μαριάμνης Α’, με την βοήθεια του πρωτοτόκου γιου του Ηρώδη Αντιπάτρου από την πρώτη σύζυγό του Δωρίδα κατόρθωσε να τον πείσει ότι συνωμοτούσαν εναντίων του και έτσι πέτυχε να τους θανατώσουν το 7 π.Χ. Τότε ο Ηρώδης όρισε διάδοχό του τον Αντίπατρο, τον οποίο θανάτωσε λίγες ημέρες πριν να πεθάνει και ο ίδιος το 4 π.Χ. Ο λόγος της καταδίκης σε θάνατο του Αντιπάτρου ήταν ότι συνωμοτούσε κατά του πατέρα του. Πρόκειται περί αληθινής οικογενειακής τραγωδίας. Ο Οκταβιανός όταν του ζητήθηκε να επικυρώσει την εκτέλεση του Αντιπάτρου είπε με χιούμορ στα ελληνικά κάτι τέτοιο:

- Είναι προτιμότερο να είσαι υς ( γουρούνι, γενική υός ) παρα υιός του Ηρώδη.

(Σάββα Χ. Αγουρίδη, Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, σ. 265 – 270, εκδόσεις Πουρνάρα, Δ' έκδοση, Θεσσαλονίκη 1985.

Ήλιος, λήμματα : Αλέξανδρος, Αντίπατρος, Αριστόβουλος, Γλαφύρα, Ηρώδης.

Wikipedia the free engyclodedia, λήμματα: Aristobulus IV, Herod, Mariamne.

The Jewish on line Encyclopedia, λήμματα :

Herod, Mariamne ).

Πριν συνεχίσουμε πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Ατιστόβουλος είχε λάβει ως σύζυγο την Βερενίκη θυγατέρα της θείας του Σαλώμης και του Κωστομάρου ( Costomar ). Τον Κωστόμαρο τον φόνευσε ο Ηρώδης και η Αδελφή του Σαλώμη δια των μηχανορραφιών της συνέβαλε στο θάνατο της Μαριάμνης Α’, των γιων της Αλεξάνδρου και Αριστοβούλου, που ήταν και άντρας της κόρης της Βερενίκης ( Αγουρίδης, ενθ. ανωτ., σελ. 266 και Wikipedia, Aristobulus IV ). Δεν υπάρχει, νομίζω, αμφιβολία ότι η Σαλώμη υπήρξε άξια αδελφή του Ηρώδη στις εκτελέσεις μελών της οικογένειας της.

Σχετικά με την δράση του Ευρυκλή ο Ιώσηπος στην Ιουδαϊκή Αρχαιολογία του μας δίνει την ακόλουθη περιγραφή:

Εκείνη την περίοδο τα πράγματα στο σπίτι του Ηρώδη ήτανε πολύ άσχημα και η σχέση του με τους γιους του ήταν ακόμη χειρότερη. Ήτανε φανερό στον καθένα ότι το βασίλειο το απειλούσαν οι μεγαλύτερες συμφορές λόγω των συνωμοσιών που ελάμβαναν χώρα μέσα στο ίδιο το σπίτι του Ηρώδη. Σαν να μην έφθαναν όμως όλα αυτά, τα πράγματα χειροτέρεψαν ακόμα περισσότερο όταν έφτασε στην Ιουδαία ο Ευρυκλής ο Λακεδαιμόνιος, άνθρωπος με φήμη στην πατρίδα του αλλά με πολύ κακό χαρακτήρα, που του άρεσε η καλοπέραση και που μπορούσε να κολακεύει με τέτοια επιδεξιότητα που δεν φαινόταν σαν κόλακας. Όταν πήγε να επισκεφθεί τον Ηρώδη, που έδωσε πολλά δώρα και πήρε ακόμα περισσότερα και μεγαλύτερης αξίας από αυτόν, λόγω δε της επιδέξιας τακτικής του να προσεγγίζει τους ανθρώπους, κατάφερε να γίνει ένας από τους στενότερους φίλους του βασιλιά. Φιλοξενήθηκε στο σπίτι του πρωτότοκου γιου του Ηρώδη Αντίπατρου, αλλά είχε επίσης πρόσβαση και οικειότητα με τον Αλέξανδρο, επειδή επαινούσε την γυναίκα του Γλαφύρα και τον πεθερό του Αρχέλαο βασιλιά της Καππαδοκίας. Με αυτό τον τρόπο απέκτησε τη φιλία όλων. Η τακτική του Ευρυκλή ήταν να κολακεύει τον καθένα ξεχωριστά, κατά τις ιδιαίτερες επαφές που είχε μαζί του, και να του δίνει την εντύπωση ότι συμπεριφερόταν σε όλους τους άλλους φιλικά προκειμένου να εξυπηρετεί αυτόν και μόνο. Με αυτό τον τρόπο απέσπασε την εμπιστοσύνη του Αλέξανδρου, ο οποίος ήταν πολύ νέος, και τον έπεισε το τι μπορούσε να μιλήσει με ασφάλεια σε αυτόν για τα προβλήματα του. Ο Αλέξανδρος τον εμπιστεύτηκε και του αποκάλυψε ότι ο πατέρας του είχε αποξενωθεί από κείνον και τον αδελφό του (Αριστόβουλο), του μίλησε ακόμα για όσα είχαν συμβεί στη μητέρα τους και για το πως ο Αντίπατρος είχε υπονομεύσει τη θέση τους μέσα στη βασιλική οικογένεια και ήταν πλέον πανίσχυρος. Ήταν δε τόσο δύσκολη θέση τους γιατί ο Ηρώδης τους μισούσε τόσο πολύ, ώστε δεν τους μιλούσε κατά τα δείπνα και τις άλλες συγκεντρώσεις. Την εκμυστήρευση αυτή του Αλέξανδρου τη μετέφερε ο Ευρυκλής αυτούσια στον Αντίπατρο λέγοντας του ότι το κάνει γιατί του είναι υποχρεωμένος για την τιμή που του έχει δείξει και γιατί το θέμα είναι πολύ σοβαρό. Ακόμη, προέτρεψε τον Αντίπατρο να προσέχει τον Αλέξανδρο, επειδή η ένταση με την οποία του είχε μιλήσει με τον καθιστούσε ύποπτο πιθανής αυτοδικίας σε βάρος του. Τότε που αντί πατρός βασιζόμενος στα λεγόμενα του Ευρυκλή θεώρησε ότι είχε σαν κίνητρο των πράξεων του την καλή του θέληση και δίνοντας του πολύτιμα δώρα τον έπεισε να αναφέρει τη στιχομυθία με τον Αλέξανδρο στον Ηρώδη, ο οποίος όταν πληροφορήθηκε τα καθέκαστα από τον Ευρυκλή, τον πίστεψε αμέσως και θύμωσε πάρα πολύ με τον Αλέξανδρο. Προκειμένου δε να ευχαριστήσει, τον Ευρυκλή για τις υπηρεσίες που του πρόσφερε του έδωσε ως δώρο πενήντα τάλαντα.

Αφού έλαβε το τεράστιο αυτό ποσό ο Ευρυκλής από τον Ηρώδη, επισκέφτηκε στην Καππαδοκία τον πεθερό του Αλέξανδρου βασιλιά Αρχέλαο και αφού που μίλησε επαινετικά για το γαμπρό του τον ενημέρωσε ότι είχε συμβάλει αποφασιστικά στο να τον συμφιλιώσει με τον βασιλιά πατέρα του. Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Αρχέλαος αισθάνθηκε ευγνωμοσύνη για τον Ευρυκλή και για να τον ευχαριστήσει του έδωσε κι αυτός χρήματα.

Μετά από αυτά ο Ευρυκλής και πριν να μαθευτεί η κακοήθεια, αναχώρησε για την πατρίδα του. ( Ιώσηπος, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, βιβλίο ΙΣΤ, 300 - 310, στο Josephus, vol. VIII, Jewish Antiquities, book XV – XVII, pp. 330 – 334, εκδ,Loeb. London 1990 ). Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν παραθέτουμε το σχετικό κείμενο του Ιωσήπου σε μετάφραση, αλλά παρουσιάζουμε μία ακριβή περιγραφή των γεγονότων που καταγράφει η ιστορική αυτή πηγή βασιζόμενοι στα στοιχεία που αντλούμε από αυτήν.

Πρέπει, ακόμη, να αναφέρουμε ότι ο Ιώσηπος σε όσα μας παραδίδει περί του Ηρώδη χρησιμοποιεί δύο πηγές, μία κριτική, τις πληροφορίες που αντλεί από αυτήν τις καταγράφει στην Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, και μία άλλη πηγή, ευνοϊκή για τον Ηρώδη, που την χρησιμοποιεί στους Ιουδαϊκούς Πολέμους ( Αγουρίδης ένθα ανωτέρω, σ. 269 ).

Τα όσα αναφέρει ο Ιώσηπος στους Ιουδαϊκούς Πολέμους ( βιβλίο Α’, κεφάλαιο XXVI ) σχετικά με την διαμονή του Ευρυκλή στην Ιουδαία είναι περισσότερο εκτεταμένα από την σχετική διήγηση της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας χωρίς να αναιρούν τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν. Η περιγραφή των περί του Ευρυκλή γεγονότων στους Ιουδαϊκούς Πολέμους μας δίνει κάποιες παραπάνω πληροφορίες, όπως θα δούμε στην συνέχεια.

Στην αρχή του ΧΧVI κεφαλαίου του Α' βιβλίου των Ιουδαϊκών Πολέμων, αφού περιγράφεται η άφιξη στην Ιουδαία του Ευρυκλή και όλα τα σχετικά με την ανταλλαγή δώρων με τον Ηρώδη, μας δίδεται η πληροφορία, ότι πολύ σύντομα ο Ευρυκλής έγινε ένας από τους καλύτερους φίλους του βασιλιά, γιατί αυτός και όλο το παλάτι θεωρούσαν τιμή τους να ευχαριστήσουν τον Σπαρτιάτη, από σεβασμό προς την πατρίδα του ( Ιουδαϊκοί Πόλεμοι, βιβλίο Α΄, 515 ).

Στη συνέχεια γίνεται περιγραφή των γεγονότων σχετικά με τη φιλοξενία στο σπίτι του Αντιπάτρου και τη φιλία που ανέπτυξε ο Ευρυκλής με τον Αλέξανδρο, ο οποίος τον σύστησε στον αδελφό του Αριστόβουλο. Ακόμη, μας πληροφορεί ο Ιώσηπος ότι ο Ευρυκλής υποκρίθηκε προς τον Αλέξανδρο ότι ήταν φίλος του, επειδή του είπε ψευδώς ότι ήταν παλιός φίλος του Αρχέλαου, δηλαδή του βασιλιά της Καππαδοκίας και πεθερού του Αλεξάνδρου ( Πόλεμοι, Α΄, 516 ). Στις μεταξύ τους συζητήσεις του ο Ευρυκλής κορόιδευε τον Αντίπατρο γιατί ενώ ήταν ο πρωτότοκος παρακολουθούσε με απάθεια όσα γίνονταν εις βάρος του από τους δύο ετεροθαλείς αδελφούς, του Αλέξανδρο και Αριστόβουλο. Αλλά και τον Αλέξανδρο κορόιδευε στις ιδιωτικές συνομιλίες τους γιατί ανεχόταν τον Αντίπατρο, που ήταν γιος μιας ασήμαντης γυναίκας ( της Δωρίδος ) ενώ αυτός και ο αδελφός του ήταν παιδιά βασίλισσας ( της Μαριάμνης της Ασμοναίας, που καταγόταν από τον βασιλικό και αρχιερατικό οίκο των Μακαββαίων ). Ακόμη κορόιδευε τον Αλέξανδρο γιατί την αδυναμία του ενώ είχε πίσω του την ισχυρή υποστήριξη του βασιλιά πεθερού του. Μετά, λέγοντας τα ίδια και στον Αριστόβουλο, κατάφερε να κάνει τα δύο αδέλφια να κατηγορήσουν τον πατέρα τους. Στην συνέχεια ενημέρωσε τον Αντίπατρο για τις συζητήσεις αυτές και λέγοντας του ότι κινδυνεύει η ζωή του από τα δυο ετεροθαλή αδέλφια του, έλαβε από αυτόν χρήματα προκειμένου να ενημερώσει σχετικά τον Ηρώδη ( Πόλεμοι, Α΄, 517 - 519 ). Στον Ηρώδη παρουσιάστηκε ο Ευρυκλής ως σωτήρας λέγοντας του ότι τα δυο παιδιά του σχεδίαζαν να τον δολοφονήσουν επειδή πίστευαν ότι ήθελε να δώσει το βασίλειο του παππού του Υρκανού στον πρωτότοκο γιο του, αλλά και για να εκδικηθούν για την μητέρα τους. Του είπε ακόμη, ότι μετά το εγχείρημα εναντίον του θα κατέφευγαν στον πεθερό του Αλέξανδρου Αρχέλαος την Καππαδοκία ή ακόμη και στον Οκταβιανό ζητώντας να γίνει έρευνα για την τύχη του παππού τους και της μητέρας τους ( Πόλεμοι, Α', 523 - 524 ).

Στην συνέχεια ο Ευρυκλής άρχισε να διαβεβαιώνει τον Ηρώδη ότι ο μόνος από τους γιούς του που τον αγαπούσε ήταν ο Αντίπαπρος. Αυτός με τη σειρά του, θέλοντας να μπλέξει ακόμα περισσότερο τους δυο ετεροθαλείς αδελφούς του, παρουσίασε κάποιους ψευδομάρτυρες που τους κατηγόρησαν ότι συνωμοτούσαν με δύο πρώην αρχηγούς του βασιλικού ιππικού, τον Ιουκούνδο και τον Τύραννο. Μετά από αυτές τις κατηγορίες ο Ηρώδης διέταξε να βασανίσουν τους δύο αυτούς αξιωματικούς, αλλά μπόρεσαν να τους αποσπάσουν οποιαδήποτε ομολογία. Τότε η πλευρά του Αντιπάτρου παρουσίασε μια επιστολή συνωμοτικού περιεχομένου επιβαρυντική για τον Αλέξανδρο προς τον φρούραρχο του Αλεξάνδρειου, στην οποία ζητούσε ο Αλέξανδρος και ο αδελφός του να καταφύγουν στο οχυρό όταν θα είχαν δολοφονήσει τον Ηρώδη και να βρουν εκεί υποστήριξη. Την επιστολή αυτή ο Αλέξανδρος τη χαρακτήρισε πλαστή και κατονόμασε σαν πλαστογράφου τον Διόφαντο, τον γραμματέα του Ηρωδείου, ο οποίος είχε την ικανότητα να πλαστογραφεί οτιδήποτε και που στο τέλος καταδικάστηκε σε θάνατο για πλαστογραφίες ( Πόλεμοι, Α΄, 526 - 529 ).

Από την ανάκριση δεν προέκυψε κάτι επιβαρυντικό για τους γιούς του Ηρώδη και έτσι τους άφησε ελεύθερους αλλά, διέταξε να τους παρακολουθούν. Όσο για τον Ευρυκλή, ο οποίος σκηνοθέτησε όλη αυτή την ιστορία, ο Ηρώδης τον αποκάλεσε σωτήρα και ευεργέτη του και του χάρισε πενήντα τάλαντα. Τότε αυτός παίρνοντας αυτό το τεράστιο χρηματικό ποσό έφυγε για την Καππαδοκία, όπου πήρε και άλλα χρήματα από τον βασιλιά Αρχέλαο λέγοντας του ότι κατάφερε να συμφιλιώσει με τις ενέργειες που τον Ηρώδη με τον Αλέξανδρο. Μετά από αυτά γυρίσει στην Ελλάδα, όπου συνέχισε την εγκληματική του δράση με αποτέλεσμα να γίνει αίτιος εξεγέρσεων την Αχαΐα και τελικώς να καταδικαστεί από τον Καίσαρα ( Οκταβιανό Αύγουστο ) σε εξορία ( Πόλεμοι, Α΄, 530 - 531 ).

Μετά την τεράστια αυτή συγκομιδή χρημάτων επέστρεψε ο φίλος μας στη Σπάρτη, όπου άρχισε να ζει με πολυτέλεια και να κτίζει διάφορα λαμπρά οικοδομήματα ανά την Πελοπόννησο. Ξακουστά είναι τα λουτρά που έχτισε στην Κόρινθο διακοσμημένα με πράσινο πορφυρίτη λίθο από το λατομείο των Κροκεών (της σημερινής Λεβέτζοβας ) της Λακωνίας ( Παυσανίας, Β, 3, 5, εκδ. Teubner, Leipzig 1903 και Σπ. Λάμπρος ενθ. ανωτ. και Σ. Καργάκος, σ. 716). Τα λουτρά αυτά θεωρούντο μεγαλοπρεπέστερα από εκείνα που αργότερα έχτισε ο αυτοκράτορας Αδριανός στην ίδια πόλη. Αλλά και στη Σπάρτη οικοδόμησε μεγαλοπρεπές γυμνάσιο ( Παυσανίας, Γ, 14, 8, εκδ. Teubner, Leipzig, 1903 ) και ίδρυσε γυμνικούς αγώνες, η οποία εκτελούντο μέχρι των χρόνων του αυτοκράτορα Κομμόδου ( Παπαρρηγόπουλος, σ. 33 και υποσημείωση 1 της ίδιας σελίδας ). Όταν τους τελείωσαν τα χρήματα, τα οποία είχε φέρει από την Ιουδαία, άρχισε να καταπιέζει τους Σπαρτιάτες και τους άλλους Πελοποννησίους με αποτέλεσμα αυτή να παραπονεθούν επανειλημμένα στον Οκταβιανό, ο οποίος αφού απέτυχε να τον συνετίσει, αναγκάστηκε να τον εξορίσει προκειμένου να σταματήσει τις ταραχές τις οποίες η πλεονεξία που είχε προκαλέσει σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Ο σύγχρονος με τα γεγονότα και γι αυτό ακριβής στις πληροφορίες Στράβων μας πληροφορεί ότι ο Ευρυκλής απομακρύνθηκε από την φιλία που είχε με τον Οκταβιανό προκειμένου να διατηρηθεί στην εξουσία, αλλά γρήγορα την έχασε και ακολούθησε την μοίρα του, αντίθετα ο γιος του Γάιος Ιούλιος Λάκων δεν συνέχισε την ίδια τακτική με τον πατέρα του όσον αφορά την χρήση της φιλίας. Το σχετικό κείμενο του Στράβωνα λέγει:

«νεωστί δ’ Ευρυκλής αυτούς ετάραξε δόξας αποχρήσασθαι τη Καίσαρος φιλία πέρα του μετρίου προς την επιστασίαν αυτών, επαύσατο δ’ η αρχή ταχέως, εκείνου μεν παραχωρήσαντος εις το χρεών, του δ’ υιού την φιλίαν απεστραμμένου την τοιαύτην πάσαν» ( Στράβωνος, Γεωγραφικά, βιβλίο 8, κεφ. 5, § 5, στην Strabo Geography, vol. IV, pp. 137 – 139, εκδ. Loeb, London 1927 ).

Η μετάφραση του αποσπάσματος αυτού είναι η ακόλουθη:

- Πρόσφατα δε ο Ευρυκλής αυτούς ( δηλαδή τους Λάκωνες ) αναστάτωσε επειδή πίστεψε ότι έπρεπε νααπορρίψει την φιλία με τον Καίσαρα ( δηλαδή τον Οκταβιανό, ο οποίος ήταν θετός γιος του Ιουλίου Καίσαρα ) σε βαθμό υπερβολικό με σκοπό να ασκεί την εξουσία πάνω σε αυτούς ( τους Λάκωνες ), αλλά έπαψε γρήγορα η ηγεμονία του, επειδή εκείνος μεν ( ο Ευρυκλής ) αποσύρθηκε στην μοίρα του, ο δε γοις του επέστρεψε στο καθεστώς της παλαιάς φιλίας ( προς τον Καίσαρα ).

Από αυτό το απόσπασμα του Στράβωνα συμπεραίνουμε ότι ο γιος του Ευρυκλή Γάϊος Ιούλιος Λάκων άσκησε εξουσία στην Σπάρτη, αλλά χωρίς καταπιέζει τους συμπατριώτες του.

Εδώ όμως υπάρχει ένα ερώτημα σχετικά με το είδος της μοίρας στην οποία αποσύρθηκε ο Ευρυκλής. Τι συνέβη; Μήπως πέθανε ο Ευρυκλής; Ποία ήταν τελικά η μοίρα του;

Ο λίγο μεταγενέστερος Φλάβιος Ιώσηπος ( 37 – 107; μΧ. ) στους Ιουδαϊκούς Πολέμους ( βιβλίο 1, κεφ. XXVI, § 4, στο Josephus Jewish War, vol. II, p. 530,531, εκδ. Loeb, London 1989 ) αναφέρει ότι ο Ευρυκλής εξορίστηκε αφού έγινε υπαίτιος ταραχών.

Ο δε Πλούταρχος ( 46 μΧ. – 127 μΧ. ) στα Ηθικά του (Πλουτάρχου Ηθικά, μέρος ΙΙ αποφθέγματα Ρωμαίων, 207 F 14, στa Plutarch Μoralia vol. III, p. 237, εκδ. Loeb, London 1931 ) αναφέρει ότι αρχικά ο Οκταβιανός διέταξε την φυλάκιση του, αλλά όταν πληροφορήθηκε ότι καταγόταν ο Ευρυκλής από τον Βρασίδα, τον έβγαλε από την φυλακή και τον απομάκρυνε με μια μέτρια επίπληξη.

Ο Βρασίδας ήταν περίφημος για τη στρατηγική του ικανότητα και πολιτική του ευστροφία Σπαρτιάτης στρατηγός, που διακρίθηκε στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Επιχείρησε τολμηρές επιθέσεις εναντίον της Πύλου, του Πειραιά και της Κέρκυρας, συμμάχου των Αθηναίων, κατορθώνοντας να φέρει τη Σπάρτη σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη των Αθηνών. Θεώρησε ότι καλύτερα θα ήταν να μεταφέρει τον πόλεμο βορειότερα και το κατόρθωσε καταλαμβάνοντας τις πόλεις Στάγειρα. Άκανθο και Άργιλο. Κυρίεψε την Αμφίπολη και άλλες πόλεις συμμαχικές των Αθηνών. Δυο ολόκληρα χρόνια κυριάρχησε στη Χαλκιδική. Στα 422 σε μια μάχη που έγινε μπροστά από τα τείχη της Αμφίπολης μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών, ο Βρασίδας τραυματίστηκε βαριά και πέθανε. Τον αντικατάστησε ο ναύαρχος Λύσανδρος που ήταν αρκετά ικανός, αλλά δε διέθετε την ιδιοφυία και την ευστροφία του Βρασίδα ( Ήλιος στο λήμμα Βρασίδας ).

Μετά από τα γεγονότα αυτά τίποτα δεν μας είναι γνωστό για τον Ευρυκλή.

Για τον Γάϊο Ιούλιο Λάκωνα σώζεται μία επιγραφή στο Ταίναρο, η οποία λέγει : «το κοινόν των Ελευθερολακώνων Γάιον Ιούλιον Λάκωνα Ευρυκλέους υιόν, τον ίδιον ευεργέτην». Είναι δε πιθανό το λιμάνι του Ταινάρου, που ονομάζεται Πόρτο Κάγιο ( Πόρτο Γάϊο ), να έχει λάβει το όνομα του από αυτόν ( Παπαρρηγόπουλος ενθ. ανωτ. ).

Οι Ρωμαίοι έμποροι του Γυθείου έστησαν αδριάντα στον Ευρυκλή με επιγραφή επί του βάθρου στα λατινικά και ελληνικά που έλεγε: C(AIUM) IULIUM LACHARIS F(ILIUM) EURYCLEM CIVES ROMANI IN LACONIA QUI HABITANT NEGOTIANTUR BENIFICI ERGO.

ΓΑΪΟΝ ΙΟΥΛΙΟΝ ΛΑΧΑΡΟΥΣ ΥΙΟΝ ΕΥΡΥΚΛΕΑ ΡΩΜΑΙΟΙ ΟΙ ΕΝ ΤΑΙΣ ΠΟΛΕΣΙΝ ΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΚΉΣ ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΜΕΝΟΙ ΤΟΝ ΑΥΤΩΝ ΕΥΕΡΓΕΤΗΝ (Σωκράτης Β. Κουγέας, Γάιος Ιούλιος Ευρυκλής, στο αφιέρωμα Λακωνία, σελ. 29, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 1998).

Στην Αθήνα υπήρχαν αδριάντες προς τιμήν του Λαχάρους, του Ευρυκλέους και του υιού του «αρετής ένεκα» (Σωκράτης Β. Κουγέας, Γάιος Ιούλιος Ευρυκλής, στο αφιέρωμα Λακωνία, σελ. 31, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 1998).

Προς τιμήν του Ευρυκλή θεσπίστηκαν στο Γύθειο μουσικοί αγώνες τα Ευρύκλεια, οι οποίοι διήρκεσαν μέχρι της εποχής του Κομμόδου (Παπαρρηγόπουλος, σ. 33, υποσημείωση 1). Η Αθήνα είχε αναγείρει αδριάντα προς τιμήν του Ευλυκλή. Ο Ευρυκλής είχε κόψει νόμισμα με τη μορφή της Σπάρτης κόρης του Ευρώτα από τη μια πλευρά και από την άλλη τους Διοσκούρους έφιππους με τις λέξεις ΛΑ(ΚΕΔΑΙΜΟΝΊΩΝ) ΕΠΙ ΕΥΡΥΚΛΕΟΣ (Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ηλίου, λήμμα Ευρυκλής).

Αυτός ήταν ο Ευρυκλής Λαχάρους Λακεδαιμόνιος, ένας χαρακτηριστικός τύπος Έλληνα ηγεμόνα φίλου των Ρωμαίων, ηρωϊκού, διεφθαρμένου, αγαθοεργού και τυράννου. Ήταν ένας άνθρωπος του καιρού του. Γραικύλος; Ίσως.

Βιβλιογραφία :

Α. Ιστορικές Πεγές:

1. Παυσανίας, . a. : Κορινθιακά, Β, 3, 5, εκδ. Teubner, Leipzig 1903.

b. : Λακωνικά, Γ, 14, 8, εκδ. Teubner, Leipzig, 1903.

2. Πλούταρχος, a. : Πλουτάρχου, Αντώνιος, § § 66 & 67, στους Parallel Lives, vol. IX, pp. 289 – 291, εκδ. Loeb, London 1920.

b. : Πλουτάρχου Αντώνιος, § 67, και υποσημείωση 312 – σχόλιο σελ. 571, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2006.

c. : Πλουτάρχου Ηθικά, μέρος ΙΙ αποφθέγματα Ρωμαίων, 207 F 14, στa Plutarch Μoralia vol. III, p. 237, εκδ. Loeb, London 1931.

3. Στράβωνος, Γεωγραφικά, βιβλίο 8, κεφ. 5, § 1 στην Strabo Geography, vol. IV, p. 127, εκδ. Loeb, London 1937.

Στράβωνος, Γεωγραφικά, βιβλίο Η’, κεφ. 5, § 5, στην Strabo Geography, vol. IV, pp. 137 – 139, εκδ. Loeb, London 1927.

4. Φλάβιος Ιώσηπος, a. : Ιουδαϊκοι Πόλεμοι, βιβλίο Α’, κεφ. XXVI, 513 - 533, στο Josephus, vol. II, Jewish War, book I - III, pp. 242 - 252, εκδ. Loeb, London 1989.

b. : Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, βιβλίο ΙΣΤ’, 300 – 310 στο Josephus, vol. VIII, Jewish Antiquities, book XV – XVII, pp. 330 – 334, εκδ,Loeb. London 1990.

5. : Δίων Κάσσιος, βιβλ. 54, 7, στην Roman History, vol. VI, p. 299, εκδ. Loeb, London 1917.

6. : Publius ( Gaius ) Cornelius Tacit. Annales II, 53 , στον Τacitus, vol. III, εκδ. Loeb, London 1931.

Β. Μελέτες και εγκυκλοπαίδιες :

1. Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους , βιβλίον όγδοον, σελ. 28 – 29 και 31 - 33, εκδ. ΣΤ', Αθήναι 1932.

2. Σπ. Λάμπρου, Ιστορία της Ελλάδος, τόμος Γ', σελ. 90 -91, εκδ. Δημιουργία, Αθήνα 1998.

3. Σωκράτης Β. Κουγέας, Γάιος Ιούλιος Ευρυκλής, στο αφιέρωμα Λακωνία, σελ. 29 -32, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 1998.

4. Σαράντης Ι. Καργάκος, Ιστορία της Σπάρτης, τόμος Β', σελ. 712 - 716 και 719, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2006.

5. Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ηλίου ( τα λήμματα περί Ευρυκλή και περί των Ιουδαίων και Καππαδόκων ηγεμόνων ).

6. Wikipedia, the free engyclodedia ( ομοίως ).

7. The Jewish on line Encyclopedia (ομοίως).

8. Σάββα Χ. Αγουρίδη, Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, σ. 265 – 270, εκδόσεις Πουρνάρα , Δ' έκδοση, Θεσσαλονίκη 1985.

9. Βίκτωρος Δουρουύ, Ακαδημαϊκού, Ιστορία των Ρωμαίων, σ. 602 - 603, εκδ. Παρασκήνιον, Αθήνα Ιούνιος 2003 ( Φωτοτυπική ανατύπωση της έκδοσης Φέξη, Αθήνα 1897 ).