Ετικέτες

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων.


Ιησούς  Ναζωραίος  Βασιλεύς των Ιουδαίων.

Υπό Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Φαινόμενα» (κυκλοφορεί μαζί με την εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» κάθε Σάββατο) κατά την έκτακτη έκδοσή του την Παρασκευή 7 Απριλίου 2012.

 


Το έργο «Ίδε ο Άνθρωπος» ("Ecce Homo") του Αντόνιο Τσίζερι (1821-91).


Είναι γνωστή σε όλους μας από τα ευαγγέλια η επιγραφή που έβαλε ο Πιλάτος επάνω στον σταυρό του Χριστού και η οποία έλεγε, κατά τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, στα εβραϊκά, στα λατινικά και στα ελληνικά: «ούτος εστί Ιησούς ο βασιλεύς των Ιουδαίων» (Ματθαίος, 37, 37). Τα άλλα τρία ευαγγέλια μας δίδουν παραπλήσιες πληροφορίες για το περιεχόμενο της επιγραφής αυτής. Ο Μάρκος μας δίνει το πιο απλό και σύντομο κείμενο που είναι το ακόλουθο: «ο βασιλεύς των Ιουδαίων» (Μάρκος, 15, 26). Ο Λουκάς επιτείνει τον προσδιορισμό της βασιλικής ιδιότητας που αποδίδει η επιγραφή του Πιλάτου στον εσταυρωμένο  Χριστό: «ούτος εστίν ο βασιλεύς των Ιουδαίων» (Λουκάς, 23, 38). Με την αναφορά αυτή καταδεικνύεται κατηγορηματικά ο Χριστός ως βασιλεύς του Ιουδαϊκού Λαού από τον ευαγγελιστή Λουκά. Η πλέον όμως μεγαλοπρεπής, μακροσκελής και εύηχος είναι η μορφή της επιγραφής που μας παραδίδει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ιησούς ο Ναζωραίος ο Βασιλεύς των Ιουδαίων» (Ιωάννης, 19, 19-20). Ο πλέον αγαπημένος μαθητής του Χριστού, πρώτος από τους Χριστιανούς που έλαβε τον τίτλο «Θεολόγος», μας δίνει τον πλήρη , κατά τον Πιλάτο, χαρακτηρισμό του εσταυρωμένου Χριστού: «είναι ο Ιησούς από την Ναζαρέτ και αυτός είναι  ο βασιλεύς των Ιουδαίων». Ο λόγος της επιγραφής του Πιλάτου επάνω στο σταυρό του Χριστού είναι κατηγορηματικός, σταυρώνεται ο Ιησούς από την Ναζαρέτ γιατί είναι ο βασιλεύς των Ιουδαίων. Οι θρησκευτικοί ηγέτες των Ιουδαίων της εποχής εκείνης, οι οποίοι ήσαν πιστοί συνεργάτες των Ρωμαίων και αντιδρούσαν σε κάθε ιδέα χειραφέτησης του Ισραήλ από την ρωμαϊκή κυριαρχία, ζήτησαν από τον Πιλάτο να αλλάξει την επιγραφή και να γράψει ότι αυτός που είναι επάνω στον σταυρό είπε ότι είναι ο βασιλεύς των Ιουδαίων: «έλεγον ουν τω Πιλάτω οι αρχιερείς των Ιουδαίων· Μη γράφε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων, αλλ’ ότι εκείνος είπε, βασιλεύς ειμί των Ιουδαίων» (Ιωάννης, 19, 21). Ο Πιλάτος όμως δεν συμφώνησε, επέμεινε σ’ αυτό που ήδη είχε γράψει και δεν άλλαξε γνώμη: «απεκρίθη ο Πιλάτος· Ο γέγραφα, γέγραφα (αυτό που έχω γράψει το έχω γράψει, ό,τι έγραψα έγραψα) (Ιωάννης, 19, 22). Ο Πιλάτος δεν θέλησε να αλλάξει γνώμη σχετικά με την λόγο της καταδίκης του Χριστού. Η όλη διαδικασία είχε αποδείξει ότι Ιησούς ήταν εν δυνάμει βασιλεύς των Ιουδαίων. Στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο (κεφ. 18, 33 – 40) έχουμε μια λεπτομερή περιγραφή της ανάκρισης του Χριστού από το Πιλάτο. Αρχικά ρώτησε οι Πιλάτος τον Χριστό αν είναι βασιλεύς των Ιουδαίων και  τότε Αυτός του αντέτεινε την ερώτηση αν ρωτά από μόνος του ή αν άλλοι του υπαγόρευσαν την ερώτηση. Αυτή στάση του Ιησού είχε ως σκοπό να αποκαλύψει τους πραγματικούς κατηγόρους του που δεν ήταν άλλοι από τους άρχοντες του λαού του Ισραήλ, οι οποίοι ήταν εγκάθετοι των Ρωμαίων και τύραννοι του φτωχού λαού. Την εποχή εκείνη κυβερνούσαν στο όνομα των Ρωμαίων τα παιδιά του Ηρώδη του Μεγάλου έχοντας ως συνεργάτες τους πειθήνιους Αρχιερείς, οι οποίοι υπηρετούσαν πιστά την ρωμαϊκή και την δοτή από τους Ρωμαίους ιουδαϊκή αρχή. Η οικογένεια του Ηρώδη του Μεγάλου δεν ήσαν Εβραίοι, ήταν Ιδουμαίοι, εξεβραϊσμένοι Φιλισταίοι, και η συνεργασία τους με τον κατακτητή τους είχε κάνει μισητούς στον λαό. Ο Χριστός ήταν ένας γνήσιος απόγονος του βασιλέως Δαβίδ. Το κατά Ματθαίον και το κατά Λουκάν ευαγγέλιο μας δίνουν δυο διαφορετικές γενεαλογίες για την καταγωγή του Ιωσήφ του Μνήστορος  της Θεοτόκου. Και στις δύο αυτές πηγές ο Ιωσήφ φέρεται ως κατευθείαν απόγονος του βασιλιά Δαυίδ. Ο Ιωσήφ ο τέκτων, που κατοικούσε στην μικρή πόλη Ναζαρέτ, ήταν πρίγκιπας του βασιλικού οίκου του Ισραήλ, τον οποίο είχε ιδρύσει ο Δαυίδ με την ευλογία του Θεού μέσω του προφήτη Σαμουήλ. Αυτά διηγείται για την αναγόρευση του Δαυίδ σε βασιλιά η Παλαιά Διαθήκη στο 1ο βιβλίο των Βασιλειών.

Αλλά και η μητέρα του Ιησού, η Μαρία, έλκει και αυτή την καταγωγή της από τον ίδιο βασιλικό οίκο του Ισραήλ με τον Ιωσήφ. Ο πολυγραφότατος σύγχρονος ερευνητής της ιστορίας της εποχής του Χριστού, ο φιλόλογος και θεολόγος, άρχων υμνογράφος της Σιωνίτιδος Εκκλησίας, αρχιμανδρίτης Ευθύμιος Ελευθεριάδης στην δημοσιευμένη μελέτη του: «Μίργιαμ, η πριγκίπισσα της Σιών», αποδεικνύει καταγωγή της Παναγίας από τον βασιλικό οίκο του Προφητάνακτος Δαυίδ.

Σύμφωνα με την διδασκαλία της Εκκλησίας ο Ιωσήφ δεν είχε ποτέ συζυγικές σχέσεις με την Παναγία, άρα η κληρονομική σχέση του Χριστού με τον βασιλικό οίκο του Δαυίδ προέρχεται μόνο από την μητέρα Του. Ο σαρκωθείς Υιός και λόγος του Θεού, ως άνθρωπός, συγγένευε από την μητέρα του με τον βασιλικό οίκο του Προφητάνακτος. Ο Χριστός είχε κάθε δικαίωμα επάνω στο θρόνο του Ισραήλ, δικαίωμα που δεν είχαν οι διορισμένοι από του Ρωμαίους γιοι του Ηρώδη.

Λέων εκ της φυλής του Ιούδα ο Χριστός (Παύλος, Προς Εβραίους, 7, 14) γοήτευε με την διδασκαλία του, αλλά και με το παράδειγμα της απλής ζωής του τον καταπιεσμένο από τους Ρωμάους και την Ηρωδιανή δυναστεία λαό. Ο οποίος ποθούσε την εθνική και κοινωνική του χειραφέτηση και είχε ήδη προσπαθήσει να ανακηρύξει τον Χριστό βασιλέα του Ισραήλ. Ήταν τότε που μετά το θαύμα των πέντε άρτων ο λαός θέλησε να ανακηρύξει τον Χριστό βασιλέα και αυτός αρνούμενος έφυγε μόνος προς ένα βουνό της περιοχής (Ιωάννης, 6, 1-15).

Το παραπάνω συμβάν δεν είναι η μοναδική απόδειξη των ευαγγελίων ότι ο Χριστός είχε δικαιώματα πάνω στον θρόνο του Δαβίδ και του Σολομώντος.

Από την πρώτη στιγμή της γέννησής Του ο Χριστός τιμήθηκε από τους τρεις Μάγους που πήγαν να τον προσκυνήσουν ως βασιλεύς (Ματθαίος, 2, 1-12). Οι τρεις Μάγοι που πήγαν στην Βηθλεέμ καθοδηγούμενοι από τον αστέρα  έφεραν στον νεογέννητο Χριστό  τρία δώρα, την σμύρνα, τον χρυσό και το λιβάνι; Το πρώτο και το τρίτο δώρο συμβολίζουν την θεανθωπινότητά του (σμύρνα για τον άνθρωπο και λιβάνι για τον θεό, ο ιδανικός συνδυασμός των δώρων που απευθύνονται στον νεογέννητο θεάνθρωπο). Ο χρυσός όμως τι λόγο είχε να προσφερθεί και αυτός ως δώρο στο Θείο Βρέφος; Ο χρυσός είναι δώρο που προσφέρεται στους βασιλείς του κόσμου τούτου και ως μοναδικό σκοπό είχε, προσφερόμενος από τους Μάγους, να υποδηλώσει την βασιλική ιδιότητα του Χριστού. Ο Χριστός , κατά σάρκαν, ήταν απόγονος του Δαυίδ και είχε νόμιμο δικαίωμα στον θρόνο του Ισραήλ, δικαίωμα που δεν είχε ο διορισμένος από τους Ρωμαίους Ηρώδης, ο οποίος ούτε Εβραίος ήταν (ήταν Ιδουμαίος) ούτε δικαίωμα στον θρόνο είχε, ήταν ένας εγκάθετος των Ρωμαίων.

Ο Ηρώδης ο Μέγας γνώριζε τον κίνδυνο που αποτελούσε για την δυναστεία του η γέννηση του Χριστού. Η σφαγή των νηπίων το αποδεικνύει περίτρανα. Τον κίνδυνο αυτό τον γνώριζαν και τα παιδί του Ηρώδη και μέσα στις προθέσεις τους ήταν να βλάψουν τον Χριστό. Ο τετράρχης της Γαλιλαίας (1 ή 4 μ. Χ. – 39 μ. Χ.) Ηρώδης Αντύπας, γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και της Μαλθάκης (ο Ηρώδης ο Μέγας είχε λάβει συνολικά 10 συζύγους και είχε αποκτήσει 16 τέκνα) πάντοτε προσπαθούσε να κάνει κακό στον Χριστό, ο οποίος ζούσε στην Γαλιλαία και ήταν τυπικά υπήκοός του. Σχετικά ο Λουκάς μας διηγείται το ακόλουθο περιστατικό (Λουκάς, 13, 31- 35): Κάποια μέρα πήγαν μερικοί Φαρισαίοι και είπαν στο Χριστό να φύγει από την περιοχή γιατί ο Ηρώδης (Αντύπας) θέλει να του κάνει κακό. Ο Χριστός δεν πτοήθηκε από τον επικείμενο κίνδυνο και απάντησε στους Φαρισαίους: «Πηγαίνετε να πείτε σ’ αυτήν την αλεπού (έτσι απεκάλεσε τον Ηρώδη Αντύπα) ότι εδώ θα είμαι και εκβάλλω δαιμόνια και θεραπεύω για δυο ημέρες, σήμερα και αύριο, την τρίτη ημέρα θα τελειώσω». Φυσικά ο Ηρώδης Αντύπας δεν έκανε τίποτε γιατί φοβόταν τον λαό και δεν είχε τις πλάτες του στρατού των Ρωμαίων. Δεν τόλμησε ποτέ ο δειλός ηγεμονίσκος να χύσει το αίμα του Χριστού, και όταν ακόμη του τον έστειλε σιδηροδέσμιο ο Πιλάτος για να αποφασίσει αυτός για την τύχη του, αυτός δεν τόλμησε να τον θανατώσει, τον ενέπαιξε, τον λοιδόρησε, τον έντυσε με λαμπρό βασιλικό φόρεμα και τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο (Λουκάς, 23, 4-12).

Από όλα τα παραπάνω είναι προφανές ότι η ρωμαϊκή εξουσία και οι εγκάθετοί της Ιουδαίοι πολιτικοί και θρησκευτικοί άρχοντες φοβόντουσαν ότι το κήρυγμα του Χριστού απειλούσε την εξουσία τους. Ο φτωχός λαός προσέβλεπε προς αυτός ως διδάσκαλο, αλλά και ως βασιλέα. Η βασιλεία όμως Αυτού δεν ήταν του κόσμου τούτου (Ματθαίος, 27, 36). Όσο όμως και να είχε πνευματική κατεύθυνση το κίνημα του Ιησού, ο λαός τον ανεγνώριζε σαν τον νόμιμο ηγέτη του εκ γένους Δαβίδ και προσδοκούσε μέσω αυτού την εθνική του χειραφέτηση. Το κίνημα του Χριστού κατά την εποχή της διδασκαλίας του είχε και μια σαφή εθνική και κοινωνική διάσταση.