Ετικέτες

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Ο Ιησούς Χριστός και η οικογένεια των Δεσποσύνων.


Υπό Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.

Ο Ιησούς Χριστός θεμελιώνει  τον χριστιανισμό με την θεανθρωπινότητά Του, είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπός. Είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, αλλά είναι και ο τέλειος  άνθρωπος, ο «Γιος» του Ιωσήφ του τέκτονος και η Μητέρα Του και τα αδέλφια και οι αδελφές Του έζησαν μέσα στην εβραϊκή κοινωνία της εποχής τους και ήταν γνωστοί στους ανθρώπους της πατρίδας τους.

Ο Χριστός ως σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Είναι ομοούσιος με τον Πατέρα προς την θεότητα και χαρακτηρίζεται από την γέννηση και όχι από την γένεση, επειδή είναι φυσικός Υιός του Πατέρα, γεννήθηκε από Αυτόν, δεν έγινε από Αυτόν, όπως έγιναν όλα τα κτίσματα του Θεού.

Η ενανθρώπηση του Χριστού σκόπευε στην θέωση του ανθρώπου. Ο Υιός που οδηγεί τον άνθρωπό στον Πατέρα είναι ο Σωτήρας, ο Μεσσίας, ο Κύριος της ιστορίας, που έζησε επί τριάντα τρία χρόνια μέσα στον κόσμο, δίδαξε για τρία χρόνια, σταυρώθηκε, πέθανε, αναστήθηκε και αναλήφθηκε στους ουρανούς, για να επιστρέψει κάποτε, στο τέλος της ιστορίας.

Η παραμονή Του Χριστού πάνω στην γη, όπως περιγράφεται από την Καινή Διαθήκη, έγινε αφορμή να παρουσιαστούν κάποιες σχέσεις συγγενείας με κάποιους ανθρώπους που στο σύνολό τους χαρακτηρίζονται ως οι Δεσπόσυνοι, δηλαδή τα μέλη της οικογένειας του Δεσπότου Χριστού.

Το κατά Ματθαίον και το κατά Λουκάν ευαγγέλιο μας δίνουν δυο διαφορετικές γενεαλογίες για την καταγωγή του Ιωσήφ του Μνήστορος  της Θεοτόκου. Και στις δύο αυτές πηγές ο Ιωσήφ φέρεται ως κατευθείαν απόγονος του βασιλιά Δαυίδ. Ο Ιωσήφ ο τέκτων, που κατοικούσε στην μικρή πόλη Ναζαρέτ, ήταν πρίγκιπας του βασιλικού οίκου του Ισραήλ, τον οποίο είχε ιδρύσει ο Δαυίδ με την ευλογία του Θεού μέσω του προφήτη Σαμουήλ. Αυτά διηγείται για την αναγόρευση του Δαυίδ σε βασιλιά η Παλαιά Διαθήκη στο 1ο βιβλίο των Βασιλειών.

Αλλά και η μητέρα του Ιησού, η Μαρία, έλκει και αυτή την καταγωγή της από τον ίδιο βασιλικό οίκο του Ισραήλ με τον Ιωσήφ. Ο πολυγραφότατος σύγχρονος ερευνητής της ιστορίας της εποχής του Χριστού, ο φιλόλογος και θεολόγος, άρχων υμνογράφος της Σιωνίτιδος Εκκλησίας, αρχιμανδρίτης Ευθύμιος Ελευθεριάδης στην δημοσιευμένη μελέτη του: «Μίργιαμ, η πριγκίπισσα της Σιών», αποδεικνύει καταγωγή της Παναγίας από τον βασιλικό οίκο του Προφητάνακτος Δαυίδ.

Σύμφωνα με την διδασκαλία της Εκκλησίας ο Ιωσήφ δεν είχε ποτέ συζυγικές σχέσεις με την Παναγία, άρα η κληρονομική σχέση του Χριστού με τον βασιλικό οίκο του Δαυίδ προέρχεται μόνο από την μητέρα Του. Ο σαρκωθείς Υιός και λόγος του Θεού, ως άνθρωπός, συγγένευε από την μητέρα του με τον βασιλικό οίκο του Προφητάνακτος.

Από την πλευρά όμως του Ιωσήφ υπάρχουν παιδιά, αγόρια και κορίτσια, τα οποία φέρονται ως αδέλφια του Χριστού από το ευαγγέλιο του Ματθαίου και του Μάρκου και η διδασκαλία της Εκκλησίας λέγει ότι προερχόντουσαν από προηγούμενο γάμο του Ιωσήφ με μια σύζυγο που πέθανε. Έτσι διατείνεται ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ηγήσιππος, του οποίου το έργο το διασώζει ο Ευσέβιος ο Παμφίλου, επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης, πατέρας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και φίλος του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Ευσέβιος (263 – 239) είναι ιστορικός  με κύρος και χαρακτηρίζεται από μεταγενέστερους μελετητές ως «Ηρόδοτος της εκκλησιαστικής ιστορίας». Την ίδια ερμηνευτική γραμμή με τον Ηγήσιππο και τον Ευσέβιο πάνω στο θέμα των παιδιών του Ιωσήφ ακολουθούν και οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί της πρώιμης χριστιανικής εποχής, ο επίσκοπος Λουγδούνων (Λυών) Ειρηναίος ( 2ος αιώνας – αρχές3ου αιώνα) και ο επίσκοπος Σαλαμίνος της Κύπρου Επιφάνιος (310 ή 320 – 403). Και εδώ ακριβώς αρχίζει η σύγχυση. Στο ευαγγέλιο του Λουκά , που γίνεται λόγος για την γέννηση του Χριστού στην Βηθλεέμ δεν αναφέρονται τα παιδιά του Ιωσήφ. Η μετάβαση στην Βηθλεέμ έγινε λόγω της απογραφής του αυτοκράτορα Αυγούστου και έπρεπε να παρουσιαστούν οι οικογένειες με όλα τα μάλη τους στον τόπο καταγωγής τους. Το κατά Λουκάν ευαγγέλιο δεν αναφέρει την ύπαρξη των άλλων παιδιών του Ιωσήφ. Άρα την εποχή εκείνη τα παιδιά δεν υπήρχαν και εφ’ όσον τα αναφέρουν ο Ματθαίος και ο Μάρκος σε μεταγενέστερη εποχή, όταν ο Χριστός επισκέφτηκε την Ναζαρέτ μαζί με τους μαθητές Του και δίδαξε στην εκεί συναγωγή, τα παιδιά αυτά γεννήθηκαν αργότερα. Αν δεχθούμε αυτή την ερμηνεία, τότε παύει να ισχύει η διδασκαλία της Εκκλησίας για την Παναγία ως αειπάρθενης, δηλαδή ως πάντοτε παρθένας, πριν την γέννηση του Χριστού, κατά την γέννηση και μετά την γέννηση. Την απουσία αναφοράς των άλλων παιδιών του Ιωσήφ κατά την μετάβαση στην Βηθλεέμ έρχεται να καλύψει το απόκρυφο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου το οποίο παρουσιάζει τον Ιωσήφ να αφήνει την Παναγία μαζί με τα αγόρια του στο σπήλαιο της Βηθλεέμ ( τα κορίτσια τα αγνοεί αυτό το απόκρυφο κείμενο) και ο ίδιος πηγαίνει να βρει μαία για να βοηθήσει στον τοκετό. Ίσως το Πρωτευαγγέλιο αυτό είναι η πηγή που οδήγησε τον Ηγήσιππο, τον Ειρηναίο, τον Επιφάνιο και τον Ευσέβιο να δεχτούν ότι τα αδέλφια του Ιησού, που αναφέρουν ο Ματθαίος και ο Μάρκος, προερχόντουσαν από προγενέστερο γάμο του Ιωσήφ με κάποια γυναίκα που πέθανε πριν την μνηστεία του Ιωσήφ με την Παναγία. Δυστυχώς το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου δεν το αποδέχεται η Εκκλησία ως πηγή της πίστης και έτσι αφαιρεί από το οπλοστάσιό της ένα ακαταμάχητο επιχείρημα για τον χαρακτηρισμό της Παναγίας ως αειπάρθενης.

Οι Δυτικοί προκειμένου να υποστηρίξουν την εκκλησιαστική θέση της αειπαρθενίας και να καταπολεμήσουν την αιρετική διδασκαλία του Ελβιδίου χρησιμοποιούν μια μελέτη του Ιερωνύμου του Μεταφραστού που αποδεικνύει, με μια σειρά από παιδαριώδη επιχειρήματα και συλλογισμούς, ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη ως αδέλφια του Ιησού είναι στην πραγματικότητα ξαδέλφια του, παιδιά του Κλωπά, που ήταν αδελφός του Ιωσήφ. Ο συλλογιστική αυτή είναι λανθασμένος γιατί ο Ματθαίος και ο Μάρκος γνώριζαν πολύ καλά τον Χριστό και την οικογένειά του, ζούσαν μαζί του, ακολουθούσαν την διδασκαλία του, θα ήταν αδύνατο να κάνουν και οι δυο το ίδιο λάθος, να παρουσιάσουν τα ξαδέλφια του Χριστού ως αδέλφια του. Αλλά και ο Παύλος, με την μεγάλη ελληνική μόρφωση, στην προς Γαλατάς επιστολή του χαρακτηρίζει τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο ως αδελφό του Κυρίου. Αλλά και ολόκληρη η συνείδηση της Εκκλησίας έκανε λάθος όταν χαρακτήρισε τον Ιάκωβο ως Αδελφόθεο; Τόσοι Πατέρες, Άγιοι, διδάσκαλοι, συγγραφείς, που δια μέσου των αιώνων αποκάλεσαν Αδελφόθεο τον Ιάκωβο, έσφαλαν! Και ο μόνος αλάθητος είναι ο Ιερώνυμος, ο βλαχάκος από την Δαλματία, που θέλει να μάθει σ’ εμάς ελληνικά! Αν για τα στάνταρς της Δυτικής Εκκλησίας για να είναι κάποιος καλός πιστός θα πρέπει να είναι συγχρόνως και ηλίθιος, ας είναι. Εγώ αρνούμαι την ευσεβή ηλιθιότητα και πιστεύω ότι το ίδιο φρονούν και όσοι με διαβάζουν.

Οι περιπλοκές όμως με όσους χαρακτηρίζονται από την Καινή Διαθήκη ως αδελφοί του Ιησού δεν σταματούν εδώ.

Ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων, στην επιστολή που του αποδίδεται από την συνείδηση της Εκκλησίας και που περιλαμβάνεται στην Καινή Διαθήκη, την περίφημη Καθολική ( που απευθύνεται σε όλη την Εκκλησία) επιστολή του Ιακώβου, αρχίζει με την εξής φράση:

« ’Ιάκωβος, Θεο κα Κυρου ᾿Ιησο Χριστο δολος, τας δδεκα φυλας τας ν τ διασπορ χαρειν·».

Εδώ βλέπουμε κάτι το παράδοξο, ο Ιάκωβος γράφει ότι είναι δούλος του Θεού και του Χριστού. Τι να υποθέσουμε; Ότι ο πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων δεν θεωρούσε τον Χριστό ως Θεό; Ο αείμνηστος θεολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός Παναγιώτης Τρεμπέλας, θέλοντας να ερμηνεύσει τα παραπάνω, γράφει ότι εδώ ο Ιάκωβος εννοεί ότι είναι δούλος του Θεού Πατρός και  του Κυρίου Ιησού Χριστού, του Θεού Υιού. Πολύ καλή η ερμηνεία του αείμνηστου καθηγητή, αλλά γεννάται αυτομάτως ένα εύλογο ερώτημα: Αν ισχύουν αυτά που ισχυρίζεται ο Τρεμπέλας, ο Ιάκωβος γιατί παραλείπει να αναφέρει και τι Άγιο Πνεύμα; Μήπως δεν δέχεται την θεότητα του Αγίου Πνεύματος; Στα ερωτήματα αυτά δεν υπάρχουν πειστικές απαντήσεις; Ίσως η παράληψη αυτή από την Καθολική Επιστολή του Ιακώβου να οφείλεται σε παράληψη του αντιγραφέα ενός πρώιμου κώδικα από τον οποίο μας διασώθηκε η παράδοση της επιστολής αυτής. Πάντως την πρώιμη εποχή του χριστιανισμού είχε δημιουργηθεί στην συνείδηση της Εκκλησίας η πίστη στην θεότητα του Αγίου Πνεύματος, όπως προκύπτει από το 5ο κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων, όπου ο Πέτρος ελέγχει τον Ανανία, ότι ψευδόμενος στο Άγιο Πνεύμα ψεύδεται στον Θεό. Βέβαια μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι η καθολική επιστολή του Ιακώβου δεν είναι δογματική και επομένως η απουσία αναφοράς στο Άγιο Πνεύμα δεν έχει και μεγάλη σημασία. Ενδεχομένως μια τέτοια άποψη να είναι σωστή, αλλά , από την άλλη πλευρά, η απουσία σε όλο το μήκος της επιστολής και της παραμικρής μνείας για την θεότητα του Χριστού μας βάζει σε εύλογες σκέψεις.

Ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει γι’ αυτόν ο Ηγήσιππος, μολονότι δεν φαίνεται να ανήκε στο ιουδαϊκό ιερατείο του επιτρεπόταν να εισέρχεται εντός του Ναού του Ηρώδη, όπου ντυμένος με ενδύματα από αγνό λινό ύφασμα προσευχόταν γονατιστός υπέρ του λαού. Αυτός ο ευσεβής άνθρωπος έγινε ο πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων  και είχε μαρτυρικό τέλος, όταν τον έριξαν από το πτερύγιο της στέγης του Ναού του Ηρώδη. Το κύρος του στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού ήταν τόσο μεγάλο ώστε να υπάρχει αλληλογραφία μεταξύ του Ιακώβου και Κλήμη επισκόπου Ρώμης, όπου δίδονται από τον Ιάκωβο συμβουλές και οδηγίες λειτουργικού περιεχομένου προς τον Κλήμη.

Ο Κλήμης υπήρξε μαθητής του αποστόλου Πέτρου και ήταν ο τέταρτος στην σειρά επίσκοπος Ρώμης με πρώτο τον Πέτρο. Στο έργο του Κλήμη σώζεται και μια επιστολή του Ιακώβου του Αδελφοθέου στην οποία γίνεται λόγος για το τελετουργικό του εσπερινού. Στην αρχή της επιστολής αυτής ο Ιάκωβος χαρακτηρίσει τον εαυτό του ως εξής: «Κγώ ’Ιάκωβος, δελφός μέν κατά σάρκα το Χριστο, δολος δέ ς Θεο μονογενος» (PG, vol. 1, col. 1137). Εδώ βλέπουμε το αντίθετο από ότι στην καθολική επιστολή του Ιακώβου, ο Χριστός χαρακτηρίζεται από τον Ιάκωβο ως Θεός μονογενής, του Θεού Πατρός προφανώς, αλλά συγχρόνως δηλώνει ο Ιάκωβος ότι είναι αδελφός του Χριστού κατά σάρκα. Η συγκλονιστική αυτή δήλωση δεν περιέχεται σε κάποιο σύγγραμμα ενός ασήμαντου συγγραφέα, περιέχεται μέσα στο σύγγραμμα του επισκόπου Ρώμης Κλήμη, του μαθητή του αποστόλου Πέτρου. Δηλαδή όσα δέχεται και αναφέρει ως αληθή ο Κλήμης τα απορρίπτει σήμερα η Εκκλησία της Ρώμης ακολουθώντας την διδασκαλία του Ιερωνύμου που θέλει τον Ιάκωβο και τα αδέλφια του και τις αδελφές του, όχι αδέλφια του Χριστού, αλλά εξαδέλφια! Αυτό είναι το άκρο άωτο του παραλόγου. Ο Κλήμης είναι άγιος ορθοδόξων και δυτικών, είναι μαθητής του Πέτρου, είναι επίσκοπος Ρώμης, τιμάτε από ολόκληρη την Εκκλησία, αλλά στην Δύση δεν δέχονται τα όσα δέχεται αυτός για την συγγενική σχέση Χριστού και Ιακώβου. Τα δέχεται ο Κλήμης ακριβώς όπως τα γράφει ο Ιάκωβος επειδή τα παραθέτει  στο έργο του χωρίς δεύτερη κουβέντα. Και μην μας πουν κάποιοι ότι πιθανόν το τμήμα αυτό με την επιστολή του Ιακώβου να είναι ψευδεπίγραφο, επειδή το κείμενο ολοκλήρου του βιβλίου είναι ομογενές και δεν έχει χάσματα λεκτικού ύφους. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι το κείμενο αυτό έχει εκδοθεί από τον διάσημο Γάλλο εκδότη και κληρικό Αβά Jacques Paul Migne  και περιλαμβάνεται στον 1ο τόμο της σειράς Patrologiae Graecae Cursus Completus. Στην έκδοση αυτή δεν σημειώνονται οι σελίδες , αλλά οι στήλες του κειμένου. Η επιστολή του Ιακώβου προς τον Κλήμη δημοσιεύεται στην στήλη 1137 του εν λόγω τόμου, ο οποίος εκδόθηκε στο Παρίσι το1857.

Αρκετά όμως είπαμε για τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, καιρός να ασχοληθούμε και με τα υπόλοιπα παιδιά του Ιωσήφ του Μνήστορος.

Μετά τον Ιάκωβο έχουμε τον Ιωσήφ ή Ιωσή, τον Σίμωνα και τον Ιούδα. Τα ονόματα των αγοριών του Ιωσήφ μας τα παραδίδει ο Ματθαίος (13, 54-56).

Τα ονόματα των δύο κοριτσιών δεν μας τα παραδίδει η Καινή Διαθήκη, απλώς ο Ματθαίος και ο Μάρκος κάνουν λόγο για κάποιες αδελφές του Χριστού, αλλά δεν τις ονομάζουν. Τα ονόματα των δύο κοριτσιών είναι Μαρία και Σαλώμη και μας τα παραδίδει ο Επιφάνιος επίσκοπος Σαλαμίνος της Κύπρου (Patrologiae Graecae, τόμος 42, στήλη 709). Ο Ηγήσιππος αναφέρει την  Μαρία με το όνομα Λυδία.

Ο Ιωσήφ είχε και ένα αδελφό τον Κλωπά, ο οποίος είχε ένα γιο που ονομαζόταν Συμεών. Αυτός ο Συμεών  έλαβε την θέση του επισκόπου Ιεροσολύμων μετά τον εξάδελφό του Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, όπως μας πληροφορεί ο Ευσέβιος ο Παμφίλου.

Από τα αδέλφια του Χριστού απογόνους άφησε μόνο ο Ιούδας, σύμφωνα με τον Ευσέβιο που αντλεί πληροφορίες από τον Ηγήσιππο.

Στην συνέχεια γίνεται από τον Ευσέβιο μια αναφορά στα εγγόνια του Ιούδα, ότι συνελήφθησαν από τους Ρωμαίους ως απόγονοι του βασιλιά Δαυίδ και ύποπτοι για πιθανοί εξέγερση κατά της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Τελευταίος απόγονος της Δεσπόσυνης Οικογένειας είναι ο Ιούδας Κυριακός. Αυτός ήταν και ο τελευταίος  επίσκοπος Ιεροσολύμων, κατά την αρχιερατεία του οποίου καταστράφηκαν τα Ιεροσόλυμα από τον αυτοκράτορα Αδριανό και έτσι έληξε ο ιουδαϊκός Χριστιανισμός.

Μετά από την καταστροφή των Ιεροσολύμων η τοπική χριστιανική κοινότητα έφυγε στα ανατολικά του Ιορδάνη, στην Έδεσσα της Συρίας και στην Περσία. Οι ελάχιστοι απόγονοι των Δεσποσύνων μετοίκησαν στην Περσία, όπου σήμερα υπάρχει ένα απομονωμένο μικρό χωριό του οποίου οι κάτοικοι δηλώνουν Ιουδαίου, απόγονοι του βασιλιά Δαυίδ και των Δεσποσύνων. Η θρησκεία αυτής της κοινότητας είναι ένα είδος πρωτόγονου ιουδαϊκού Χριστιανισμού και οι οπαδοί της, που ευτυχώς προστατεύονται από το κράτος, έχουν εκκλησιαστικές επαφές μόνο με τους Χριστιανούς του Θωμά στις Ινδίες. Παρ’ όλα όσα λέγονται από τις Εκκλησίες που προέκυψαν από τις επτά οικουμενικές συνόδους οι απόγονοι του οίκου του Δαυίδ υπάρχουν και επιβιώνουν μέχρι σήμερα, ευτυχώς γ’ αυτούς, σε κράτος που δεν ελέγχεται από τον επίσημο χριστιανικό κόσμο. Φαίνεται ότι τους φύλαξε ο Χριστός.


 Βιβλιογραφία.

1. Παλαιά Διαθήκη, έκδοση Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

2. Καινή Διαθήκη, έκδοση Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

3. Patrologiae Graecae Cursus Completus, τόμοι: 1, 20 και  42.

4. Θρησκειολογικό Λεξικό, έκδοση Ελληνικά Γράμματα.

5. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.

6. Walter Bauer, Rechtglaubigkeit und Ketzerei im alltesten Christentum, Tubingen 1934.

Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων.


Ιησούς  Ναζωραίος  Βασιλεύς των Ιουδαίων.

Υπό Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Φαινόμενα» (κυκλοφορεί μαζί με την εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» κάθε Σάββατο) κατά την έκτακτη έκδοσή του την Παρασκευή 7 Απριλίου 2012.

 


Το έργο «Ίδε ο Άνθρωπος» ("Ecce Homo") του Αντόνιο Τσίζερι (1821-91).


Είναι γνωστή σε όλους μας από τα ευαγγέλια η επιγραφή που έβαλε ο Πιλάτος επάνω στον σταυρό του Χριστού και η οποία έλεγε, κατά τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, στα εβραϊκά, στα λατινικά και στα ελληνικά: «ούτος εστί Ιησούς ο βασιλεύς των Ιουδαίων» (Ματθαίος, 37, 37). Τα άλλα τρία ευαγγέλια μας δίδουν παραπλήσιες πληροφορίες για το περιεχόμενο της επιγραφής αυτής. Ο Μάρκος μας δίνει το πιο απλό και σύντομο κείμενο που είναι το ακόλουθο: «ο βασιλεύς των Ιουδαίων» (Μάρκος, 15, 26). Ο Λουκάς επιτείνει τον προσδιορισμό της βασιλικής ιδιότητας που αποδίδει η επιγραφή του Πιλάτου στον εσταυρωμένο  Χριστό: «ούτος εστίν ο βασιλεύς των Ιουδαίων» (Λουκάς, 23, 38). Με την αναφορά αυτή καταδεικνύεται κατηγορηματικά ο Χριστός ως βασιλεύς του Ιουδαϊκού Λαού από τον ευαγγελιστή Λουκά. Η πλέον όμως μεγαλοπρεπής, μακροσκελής και εύηχος είναι η μορφή της επιγραφής που μας παραδίδει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ιησούς ο Ναζωραίος ο Βασιλεύς των Ιουδαίων» (Ιωάννης, 19, 19-20). Ο πλέον αγαπημένος μαθητής του Χριστού, πρώτος από τους Χριστιανούς που έλαβε τον τίτλο «Θεολόγος», μας δίνει τον πλήρη , κατά τον Πιλάτο, χαρακτηρισμό του εσταυρωμένου Χριστού: «είναι ο Ιησούς από την Ναζαρέτ και αυτός είναι  ο βασιλεύς των Ιουδαίων». Ο λόγος της επιγραφής του Πιλάτου επάνω στο σταυρό του Χριστού είναι κατηγορηματικός, σταυρώνεται ο Ιησούς από την Ναζαρέτ γιατί είναι ο βασιλεύς των Ιουδαίων. Οι θρησκευτικοί ηγέτες των Ιουδαίων της εποχής εκείνης, οι οποίοι ήσαν πιστοί συνεργάτες των Ρωμαίων και αντιδρούσαν σε κάθε ιδέα χειραφέτησης του Ισραήλ από την ρωμαϊκή κυριαρχία, ζήτησαν από τον Πιλάτο να αλλάξει την επιγραφή και να γράψει ότι αυτός που είναι επάνω στον σταυρό είπε ότι είναι ο βασιλεύς των Ιουδαίων: «έλεγον ουν τω Πιλάτω οι αρχιερείς των Ιουδαίων· Μη γράφε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων, αλλ’ ότι εκείνος είπε, βασιλεύς ειμί των Ιουδαίων» (Ιωάννης, 19, 21). Ο Πιλάτος όμως δεν συμφώνησε, επέμεινε σ’ αυτό που ήδη είχε γράψει και δεν άλλαξε γνώμη: «απεκρίθη ο Πιλάτος· Ο γέγραφα, γέγραφα (αυτό που έχω γράψει το έχω γράψει, ό,τι έγραψα έγραψα) (Ιωάννης, 19, 22). Ο Πιλάτος δεν θέλησε να αλλάξει γνώμη σχετικά με την λόγο της καταδίκης του Χριστού. Η όλη διαδικασία είχε αποδείξει ότι Ιησούς ήταν εν δυνάμει βασιλεύς των Ιουδαίων. Στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο (κεφ. 18, 33 – 40) έχουμε μια λεπτομερή περιγραφή της ανάκρισης του Χριστού από το Πιλάτο. Αρχικά ρώτησε οι Πιλάτος τον Χριστό αν είναι βασιλεύς των Ιουδαίων και  τότε Αυτός του αντέτεινε την ερώτηση αν ρωτά από μόνος του ή αν άλλοι του υπαγόρευσαν την ερώτηση. Αυτή στάση του Ιησού είχε ως σκοπό να αποκαλύψει τους πραγματικούς κατηγόρους του που δεν ήταν άλλοι από τους άρχοντες του λαού του Ισραήλ, οι οποίοι ήταν εγκάθετοι των Ρωμαίων και τύραννοι του φτωχού λαού. Την εποχή εκείνη κυβερνούσαν στο όνομα των Ρωμαίων τα παιδιά του Ηρώδη του Μεγάλου έχοντας ως συνεργάτες τους πειθήνιους Αρχιερείς, οι οποίοι υπηρετούσαν πιστά την ρωμαϊκή και την δοτή από τους Ρωμαίους ιουδαϊκή αρχή. Η οικογένεια του Ηρώδη του Μεγάλου δεν ήσαν Εβραίοι, ήταν Ιδουμαίοι, εξεβραϊσμένοι Φιλισταίοι, και η συνεργασία τους με τον κατακτητή τους είχε κάνει μισητούς στον λαό. Ο Χριστός ήταν ένας γνήσιος απόγονος του βασιλέως Δαβίδ. Το κατά Ματθαίον και το κατά Λουκάν ευαγγέλιο μας δίνουν δυο διαφορετικές γενεαλογίες για την καταγωγή του Ιωσήφ του Μνήστορος  της Θεοτόκου. Και στις δύο αυτές πηγές ο Ιωσήφ φέρεται ως κατευθείαν απόγονος του βασιλιά Δαυίδ. Ο Ιωσήφ ο τέκτων, που κατοικούσε στην μικρή πόλη Ναζαρέτ, ήταν πρίγκιπας του βασιλικού οίκου του Ισραήλ, τον οποίο είχε ιδρύσει ο Δαυίδ με την ευλογία του Θεού μέσω του προφήτη Σαμουήλ. Αυτά διηγείται για την αναγόρευση του Δαυίδ σε βασιλιά η Παλαιά Διαθήκη στο 1ο βιβλίο των Βασιλειών.

Αλλά και η μητέρα του Ιησού, η Μαρία, έλκει και αυτή την καταγωγή της από τον ίδιο βασιλικό οίκο του Ισραήλ με τον Ιωσήφ. Ο πολυγραφότατος σύγχρονος ερευνητής της ιστορίας της εποχής του Χριστού, ο φιλόλογος και θεολόγος, άρχων υμνογράφος της Σιωνίτιδος Εκκλησίας, αρχιμανδρίτης Ευθύμιος Ελευθεριάδης στην δημοσιευμένη μελέτη του: «Μίργιαμ, η πριγκίπισσα της Σιών», αποδεικνύει καταγωγή της Παναγίας από τον βασιλικό οίκο του Προφητάνακτος Δαυίδ.

Σύμφωνα με την διδασκαλία της Εκκλησίας ο Ιωσήφ δεν είχε ποτέ συζυγικές σχέσεις με την Παναγία, άρα η κληρονομική σχέση του Χριστού με τον βασιλικό οίκο του Δαυίδ προέρχεται μόνο από την μητέρα Του. Ο σαρκωθείς Υιός και λόγος του Θεού, ως άνθρωπός, συγγένευε από την μητέρα του με τον βασιλικό οίκο του Προφητάνακτος. Ο Χριστός είχε κάθε δικαίωμα επάνω στο θρόνο του Ισραήλ, δικαίωμα που δεν είχαν οι διορισμένοι από του Ρωμαίους γιοι του Ηρώδη.

Λέων εκ της φυλής του Ιούδα ο Χριστός (Παύλος, Προς Εβραίους, 7, 14) γοήτευε με την διδασκαλία του, αλλά και με το παράδειγμα της απλής ζωής του τον καταπιεσμένο από τους Ρωμάους και την Ηρωδιανή δυναστεία λαό. Ο οποίος ποθούσε την εθνική και κοινωνική του χειραφέτηση και είχε ήδη προσπαθήσει να ανακηρύξει τον Χριστό βασιλέα του Ισραήλ. Ήταν τότε που μετά το θαύμα των πέντε άρτων ο λαός θέλησε να ανακηρύξει τον Χριστό βασιλέα και αυτός αρνούμενος έφυγε μόνος προς ένα βουνό της περιοχής (Ιωάννης, 6, 1-15).

Το παραπάνω συμβάν δεν είναι η μοναδική απόδειξη των ευαγγελίων ότι ο Χριστός είχε δικαιώματα πάνω στον θρόνο του Δαβίδ και του Σολομώντος.

Από την πρώτη στιγμή της γέννησής Του ο Χριστός τιμήθηκε από τους τρεις Μάγους που πήγαν να τον προσκυνήσουν ως βασιλεύς (Ματθαίος, 2, 1-12). Οι τρεις Μάγοι που πήγαν στην Βηθλεέμ καθοδηγούμενοι από τον αστέρα  έφεραν στον νεογέννητο Χριστό  τρία δώρα, την σμύρνα, τον χρυσό και το λιβάνι; Το πρώτο και το τρίτο δώρο συμβολίζουν την θεανθωπινότητά του (σμύρνα για τον άνθρωπο και λιβάνι για τον θεό, ο ιδανικός συνδυασμός των δώρων που απευθύνονται στον νεογέννητο θεάνθρωπο). Ο χρυσός όμως τι λόγο είχε να προσφερθεί και αυτός ως δώρο στο Θείο Βρέφος; Ο χρυσός είναι δώρο που προσφέρεται στους βασιλείς του κόσμου τούτου και ως μοναδικό σκοπό είχε, προσφερόμενος από τους Μάγους, να υποδηλώσει την βασιλική ιδιότητα του Χριστού. Ο Χριστός , κατά σάρκαν, ήταν απόγονος του Δαυίδ και είχε νόμιμο δικαίωμα στον θρόνο του Ισραήλ, δικαίωμα που δεν είχε ο διορισμένος από τους Ρωμαίους Ηρώδης, ο οποίος ούτε Εβραίος ήταν (ήταν Ιδουμαίος) ούτε δικαίωμα στον θρόνο είχε, ήταν ένας εγκάθετος των Ρωμαίων.

Ο Ηρώδης ο Μέγας γνώριζε τον κίνδυνο που αποτελούσε για την δυναστεία του η γέννηση του Χριστού. Η σφαγή των νηπίων το αποδεικνύει περίτρανα. Τον κίνδυνο αυτό τον γνώριζαν και τα παιδί του Ηρώδη και μέσα στις προθέσεις τους ήταν να βλάψουν τον Χριστό. Ο τετράρχης της Γαλιλαίας (1 ή 4 μ. Χ. – 39 μ. Χ.) Ηρώδης Αντύπας, γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και της Μαλθάκης (ο Ηρώδης ο Μέγας είχε λάβει συνολικά 10 συζύγους και είχε αποκτήσει 16 τέκνα) πάντοτε προσπαθούσε να κάνει κακό στον Χριστό, ο οποίος ζούσε στην Γαλιλαία και ήταν τυπικά υπήκοός του. Σχετικά ο Λουκάς μας διηγείται το ακόλουθο περιστατικό (Λουκάς, 13, 31- 35): Κάποια μέρα πήγαν μερικοί Φαρισαίοι και είπαν στο Χριστό να φύγει από την περιοχή γιατί ο Ηρώδης (Αντύπας) θέλει να του κάνει κακό. Ο Χριστός δεν πτοήθηκε από τον επικείμενο κίνδυνο και απάντησε στους Φαρισαίους: «Πηγαίνετε να πείτε σ’ αυτήν την αλεπού (έτσι απεκάλεσε τον Ηρώδη Αντύπα) ότι εδώ θα είμαι και εκβάλλω δαιμόνια και θεραπεύω για δυο ημέρες, σήμερα και αύριο, την τρίτη ημέρα θα τελειώσω». Φυσικά ο Ηρώδης Αντύπας δεν έκανε τίποτε γιατί φοβόταν τον λαό και δεν είχε τις πλάτες του στρατού των Ρωμαίων. Δεν τόλμησε ποτέ ο δειλός ηγεμονίσκος να χύσει το αίμα του Χριστού, και όταν ακόμη του τον έστειλε σιδηροδέσμιο ο Πιλάτος για να αποφασίσει αυτός για την τύχη του, αυτός δεν τόλμησε να τον θανατώσει, τον ενέπαιξε, τον λοιδόρησε, τον έντυσε με λαμπρό βασιλικό φόρεμα και τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο (Λουκάς, 23, 4-12).

Από όλα τα παραπάνω είναι προφανές ότι η ρωμαϊκή εξουσία και οι εγκάθετοί της Ιουδαίοι πολιτικοί και θρησκευτικοί άρχοντες φοβόντουσαν ότι το κήρυγμα του Χριστού απειλούσε την εξουσία τους. Ο φτωχός λαός προσέβλεπε προς αυτός ως διδάσκαλο, αλλά και ως βασιλέα. Η βασιλεία όμως Αυτού δεν ήταν του κόσμου τούτου (Ματθαίος, 27, 36). Όσο όμως και να είχε πνευματική κατεύθυνση το κίνημα του Ιησού, ο λαός τον ανεγνώριζε σαν τον νόμιμο ηγέτη του εκ γένους Δαβίδ και προσδοκούσε μέσω αυτού την εθνική του χειραφέτηση. Το κίνημα του Χριστού κατά την εποχή της διδασκαλίας του είχε και μια σαφή εθνική και κοινωνική διάσταση.